Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της. Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του!

Πονηρό θηλυκό κι' αυτή, μπήζει τις φωνές: — Γέρο-κολασμένε, δεν ντρέπεσαι το χρόνια σου, που ήρθες να μου πιάσης το μάγουλο! Τι μ' επήρες εμένα; Σαν αυτές, που ξέρεις; Έβγαλε το πασσούμι της και τον άρχισε στο ξύλο. Πετάχτηκε κ' η γυναίκα του που άκουσε τα λόγια της γειτόνισσας.

Διότι μόνον αυτοί χωρίς εξαναγκασμόν εκ φύσεως κατά θείαν μοίραν είναι αληθώς και όχι προσποιητώς αγαθοί, επομένως όσον διά το άτομόν μου με θάρρος, ημπορείς να λέγης όσα σου αρέσει. Και όμως, καλέ Ξένε, άκουσε και τον λόγον της αφεντιάς μου, και αφού τον παραδεχθής λέγε με θάρρος όσα θέλεις.

Είπε, και πρόθυμα άκουσε ο μαχητής Μενέλας, κι' έκραξε κι' η γερή φωνή ακούστη απ' άκρη ως άκρη «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, π' απ' τα κοινά μας θρέφεστε στου βασιλιά Αγαμέμνου και στου Μενέλα, κι' ο καθείς με την εφκή του Δία 250 τιμή και δόξα χαίρεται και το λαό του ορίζει· χώρια εδώ μούναι δύσκολο κάθε άντρα να ξανοίξω μέσα στο πλήθοςτι η φωτιά τόσο λυσσάει της μάχηςμα ας τρέξει μόνος του ο καθείς, και μην καταδεχτείτε να γίνει ο Πάτροκλος σκυλιών στο κάστρο πανηγύρι255

ΦΙΛ. Άκουσε λοιπόν, ω Ζευ, και θα ίδης πόσα υπέφερα από κάτι ανθρώπους βδελυρούς, ως επί το πολύ δούλους και εργάτας, οι οποίοι δεν είχον καμμίαν σχέσιν προς εμέ από της παιδικής των ηλικίας, διότι τους ημπόδιζον αι ασχολίαι των.

Μα την αλήθεια· μου φαίνεται πως είμαστε ολότελα χαμένοι· μπιτ ολότελα· είπε γονατίζοντας μπροστά στην Ελπίδα. Και λύθηκε στα δάκρυα. Η κόρη έρριξε το χέρι απάνου του χαδιάρικα. — Άκουσε, Δημητράκη· του είπε γλυκά· έχω ένα λόγο να σου ειπώ· κάμε μου τη χάρη να μ' ακούσης. — Λέγε μου, Ελπίδα· λέγε ό,τι θες, της είπε κείνος φέρνοντας το χέρι στα χείλη του.

Κ' επειδή εκείνος άκουσε με κακό την ομιλία και την έβριζε, πως κορίτσι βοσκών προξενεύει του παιδιού, που με τα σημάδια δείχνει πως θάχη τύχη μεγάλη και που άμα βρη τους εδικούς του θα τους κάμη κι αυτούς λεύτερους κι αφέντηδες σε μεγαλύτερα χτήματα, η Μυρτάλη φοβούμενη μήπως, άμα απελπιστή ολότελα ο Δάφνης για το γάμο, αποκοτήση εξ αιτίας του έρωτά του τίποτε που να του φέρη το θάνατο, τούλεγε άλλες αφορμές της άρνησης: — Είμαστε, παιδί μου, φτωχοί κ' έχουμε ανάγκη από νύφη, που να φέρη κάτι περισσότερο, ενώ εκείνοι είναι πλούσιοι και χρειάζονται γαμπρούς πλούσιους.

Τώρ' όμως δεν μ' ετίμησε ουδέ καν ολιγάκι· Ο βασιλεύς μ' ατίμασεν Ατρείδης Αγαμέμνων· Ότ' άρπαξε το δώρον μου, το πήρε, και το έχει. Έτσ' είπε, δακρυχύνοντας· κ' η σεβαστή μητέρα Τον άκουσε, καθήμενητης θάλασσας τα βάθη, Σιμά εις τον πατέρα της τον γέροντα, κι' αμέσως Σαν καταχνιά απ' την θάλασσαν την ασπρουλήν ανέβη.

Έπειτα γύρω φόρεσε στο στήθος τα τσαπράζα, που θυμητάρι μια φορά του τάδωκε ο Κινύρης. 20 Γιατί ως στην Κύπρο τ' άκουσε τα θαυμαστά μαντάτα πως παν μ' αρμάδα οι Δαναοί τους Τρώες να χτυπήσουν· δώρο γι' αφτό του τόστειλε, για ναν τον καλοπιάσει.

Ο Λάμωνας, αφού είπεν αυτά, εσώπασε κ' έχυσε πολλά δάκρυα, Κ' επειδή ο Γνάθωνας αναγριώνονταν κ' εφοβέριζε πως θα τόνε δείρη, ο Διονυσιοφάνης σαστισμένος από όσα άκουσε, επρόσταξε το Γνάθωνα να σωπαίνη αγριοκοιτάζοντάς τονε με ζαρωμένα φρύδια, και ερωτούσε πάλι το Λάμωνα και τον εδιάταζε να λέη την αλήθεια χωρίς να φτιάνη παραμύθια για να τον κρατάη σαν γιο του.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν