Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Κι' όταν γίνουν όλα ίσα και δοθούν από κοινούεμάς, πώχουμε το νου, θα φυλάμε με τα δόντια τον παρά μέσ' στα ταμεία, και τον άνδρα της θα βγάζη στη βοσκή η κάθε μία. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα καλά, κι' όποιος δεν έχει φανερά λοιπόν χωράφι, πώς θα ξέρουμε αν έχει φυλαγμένο το χρυσάφι; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ θα το φέρη να το δώση, ειδεμή θα ψευδορκήση. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μπα! κι' από της ψευδορκίες μη δεν το 'χει αποκτήση;

Μα κείνο που σου δίνει καινούρια ζωή, που σε κάνει κι ανεσαίνεις πιο εύκολα, είναι που Τούρκος δεν έχει χωράφι τριγύρω... Έχει ρωμαίικη ψυχή μέσα του το μικρό το Μεσοβούνι. Ζούσανε μάλιστα τα χρόνια εκείνα και δυο τρεις Μεσοβουνιώτες που μύρισαν κι αυτοί μπαρούτι στα νιάτα τους! Ο γέρο Βασίλης είταν ένας. Ο μακαρίτης ο Αγγελάκος, στο πλάγι μας, άλλος ένας.

Στην άκρη άκρη της πεδιάδας κατά τον γιαλό, κοντά στα καράβια, σε ξέχωρο μέσα χωράφι, μια από τις παρέες το γλέντιζε με τρόπο πιο ταιριαστό με το φυσικό της άγριας εκείνης φυλής.

Πάαινε καβάλα στάλογό του για τα Γιάννινα κι αυτός. Είχε πέσ' η κάψα. Είχε γήρει ο ήλιος. «Για σου Μπεϊλούλαγα» τον χαιρετάω. «Καλώς το Φώτο», μου λέει. «Για που ώρα καλή;» «Για τα Γιάννινα». «Κ' εγώ για τα Γιάννινα είμαι». «Ε, μαζί θα λα πάμε, καλή συντροφιά θάμεστε». Ύστερα με ρώτησε για τ' εσένα. Κατόπι μου γύρεψε καπνό από το μεσακό χωράφι.

Το σίδερο έσκιζε με κόπο το λεπτόγαιο χωράφι, που αντιστέκετο όσο μπορούσε, λες και δεν ήθελε ν' ανοίξη τα σπλάγχνα του στο κρύο, το σκληρό, το άπονο σίδερο.

Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε·Μα πούναι ο πατέρας τους; — Εμένα 'ρωτάς; είπεν η Γιαννού. — Δεν φωνάζεις; . . . Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου . . . Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.

Ο καημένος ο γέρος! Τέσσερα χρόνια με γιάτρευε, με παρηγορούσε, με καθοδήγευε, και με μάθαινε να δουλεύω, να δουλεύω και να ξεχνώ...... ..... Και δούλευα, και δούλευα και ξεχνούσα. Σαράντα χρόνια δούλευα και ξεχνούσα..... ... Κλειστό βιβλίο τα σαράντα εκείνα χρόνια... ......Ήρθα, τώρα κ' ένας χρόνος, από τα ξένα, στο ίδιο το χωράφι, στο ίδιο ταμπέλι που ξέρεις. Τα βρήκα όλα ξερά, ρημασμένα.

Εκεί έσμιγε και Σκιάξιμο κι' Αμάχη, εκεί και Χάρος 535 κρατώντας άλλον ζωντανό βαθιά νιοπληγωμένο, άλλον τραβούσε και νεκρό μες στη σφαγή απ' το πόδι, και ρούχα φόραε κόκκινα στο αίμας βουτημένα. 538 Κι' έφτιασε μέσα λιγδερό χωράφι, πλούσιο κάμπο, 541 φαρδύ και τριπλογύριστο· κι' εκεί πολλοί οργωτάδες ζεβγάρια στριφογύριζαν λαλώντας πέρα δώθες.

— Ω! . . . τι αμαρτίες! . . . έχεις δίκηο, χριστιανή μου! Αχ! . . . και τι ήτον αυτό! . . . Κ' εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, κ' έβγαζα τα χορτάρια . . . και δεν μπορούσα να ησυχάσω, το έρμο! . . . Ένα σαράκι μ' έτρωγε! . . . Και δεν εσυλλογίστηκα πως η στέρνα ήτον γεμάτη.

Έχει και αυτός το χωράφι του, το αμπέλι του, τη γυναίκα του, το σπίτι του και την αγελάδα του. Η παπαδιά είναι σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού. Και λειτουργάει ο παπάς κάθε κυριακή και σκόλη. Τον βλέπεις σε κάθε λείψανο, στεφάνωση και βάφτιση.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν