Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Της μεγαλειτέρας ο πατήρ ήτο παντοπώλης, αποκατεστημένος εις Αθήνας, της άλλης είχε μείνει γεωργός και έζη εις ένα εκεί πλησίον κτήμα, όπου είχε χωράφι ιδικόν του και ολίγα ελαιόδενδρα.
Κ' έτσι την αφίνει ο Βασιλιάς και φεύγει και πηγαίνει κατά τα τειχίσματα, και βγαίνει στην εξοχή, και χώνεται σ' ένα χωράφι, και κόβει ξύλα, και φορτώνει ένα δεμάτι στον ώμο του, και κατεβαίνει ίσια κατά τασκέρι που είταν τώρα σκορπισμένο μπροστά, στα τειχίσματα. — Ώρα καλή, γέρο! Του φωνάζει ένας παλικαράς Μωραΐτης. Δεν μπορείς από δω να περάσης.
Τότε γυρίζει ο γέρο-Σκοινάς, και λέει στους τρεις ή τέσσερες νομάτους οπού είχε για να του ξανοίξουν το χωράφι: «Επειδής ξημερώνει Κυριακή αύριο, παιδιά, ας σκολάσουμε νωρίτερα, δεν πειράζει.
Τώρα περιπατώ με δικανίκια· επειδή όμως είμαι ευλαβής άνθρωπος, ευχαριστώ καθ' ημέραν τον Πανάγαθον Θεόν, λέγων ότι μ' εκούτσανε, διά να φθάσω ίσως αργότερα εις την τελευταίαν μου κατοικίαν. Μόνη διασκέδασις μου έμεινε το χωράφι μου, το οποίον με τρέφει, η εφημερίδα σας και η βιβλιοθήκη μου.
Εγώ και το σουραύλι ξέρω να παίζω καλά και να κλαδεύω τ' αμπέλια και να παραχόνω τα δένδρα· ξέρω και το χωράφι να οργόνω και να λιχνίζω στον αέρα· και πώς βόσκω το κοπάδι μάρτυρας είναι η Χλόη· πενήντα γίδια, που παράλαβα, τάκαμα διπλά· έθρεψα και τράγους μεγάλους κι όμορφους, ενώ προτήτερα εβάναμε τις γίδες να πηδιούνται με ξένους· μα και νέος είμαι και γείτονάς σας δίχως ψεγάδι.
Εάν δε εις μερικά μέρη είναι φυσική έλλειψις νερού, από μέσα από την γην η οποία καταπίνει τα βρόχινα νερά και δεν έχει τας απαραιτήτους πηγάς, ας ανοίξη πηγάδι εις το χωράφι του έως εις το στρώμα της αργίλου, και αν εις αυτό το βάθος δεν επιτύχη διόλου νερόν, ας λαμβάνη νερόν από τους γείτονας, όσον είναι απαραίτητον διά τους εργάτας.
Από πού, θαρρείς, έγεινε καπετάνιος, με δυο καράβια, ο Γιάννης ο Σκοινάς; Είχε εργάτες στο χωράφι, κάτω απ' την Αραδιά, κατά το γιαλό, κοντά στο ρέμμα. Ήτον Σάββατον βράδυ. Όλη μέρα ξεσκάλωναν, βοτάνιζαν, έσκαβαν.
Εσταμάτησα διά να στοχασθώ όχι μόνον την χώραν, μα ακόμη ένα μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, που ήτον κτισμένον εις την άκρην εκείνου του κάμπου· επιθυμούσα μεγάλως να μάθω πού ήμουν, και στοχαζόμουν με τι τρόπον να πληρώσω την περιέργειάν μου, οπόταν είδα εις ένα χωράφι ένα χωριάτην που εδούλευεν· ακατέβηκα εις τον λόγγον, και αφίνοντας εκεί την κασσέλαν, επήγα προς τον χωριάτην και τον ερώτησα πώς ωνομάζετο εκείνη η χώρα.
Γιάννη! . . . Συγχρόνως συνησθάνθη ότι σχεδόν επροδίδετο, καθότι η γυνή ρητώς δεν της είχεν ειπεί ότι ο Γιάννης ειργάζετο στο χωράφι, αλλά μόνον η ιδία τον είχεν ιδεί, και αν της το είπε τις, η πνιγείσα παιδίσκη της το είπεν. Όθεν επέφερε·
Ο γεωργός έτσι δεν χαίρεται που βλέπει πολύκαρπο το χωράφι του· δεν φαντάζεται τόσο απολαυστικά τα κέρδη του. Τόρα, συλλογίζεται, θα ψαρέψω για καλά. Όχι το δίχτυ μου μα και απόχη θα γεμίσω. Και αρχίζει το θέρισμα. Απάνω εκρεμόταν μαύρο σύγνεφο του καϊκιού η καρίνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν