Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Φίλε μου, είσ' ένας ονειροπόλος. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα, είμ' ένας ονειροπόλος. Γιατί ονειροπόλος είναι εκείνος που μονάχα στο φως του φεγγαριού μπορεί να βρη το δρόμο του κ' η τιμωρία του είναι ότι βλέπει την αυγή πρωτήτερ' απ' όλον τον άλλον κόσμο. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Η τιμωρία του είπες; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Κ' η ανταμοιβή του. Μα κύττα, έφεξε πια. Παραμέρισε τα παραπετάσματα κι άνοιξε διάπλατα τα παραθύρια.
Εάν όμως ο οφθαλμός ήτο πυρ, καθώς λέγει ο Εμπεδοκλής και εγράφη εν τω Τιμαίω, και εάν εγίνετο η όρασις, διότι το φως εξέρχεται εκ του οφθαλμού ως έκ τινος φανού, διατί η όρασις δεν βλέπει και εις το σκότος; Το να λέγη τις, ως ο Τίμαιος, ότι το φως σβύννεται εις το σκότος, αφού εξέλθη εκ του όμματος, είναι παντελής κενολογία.
Έσκιζαν τον ήσυχον αέρα σκληρές οι σφυριξιές τους. Έσερναν ανυπόμονα τα πόδια τους χάμου, κ' εσήκωναν νέφαλα τα χώματα στο σκοτάδι. Λίγο νάκανε πως έγερνε την πόρτα απάνω αέρας, κ' εγλυστρούσε λίγο φως στο χαγιάτι όξω, δαιμονικό κάτω τάπιανε. — Νάτη, ρε! — Νάτη! νάτη! — Άνοιξ' η πόρτα!... — Θα βγη, ρε; — Βγαίνει, ρε· να, δε βλέπεις;... Άφξαινε η ποδοχαλή. Άφξαινε το σούσουρο.
Αλλ’ οι ημέτεροι μοναχοί, φέροντες ανηρτημένον περί τον τράχηλον οδόντα της Αγίας Σαβίνης απέφυγον δι’ αυτού τας κακάς συναντήσεις, μακρόθεν δε μόνον είδον αγέλην ονοκεφάλων παγανιών, οίτινες σείοντες τα μακρά ώτα των ητένιζον ερωτικώς την σελήνην, εις το φως της οποίας εζήτουν τον περιμενόμενον Μεσσίαν.
Έτσι έγινε και μ’ εμένα, οι συγγενείς μου, αφού είδαν ότι δεν έχω το φως μου, μ’ έγδυσαν όπως ο άνεμος γδύνει ένα δέντρο το φθινόπωρο.» Ο κόσμος έφυγε γρήγορα και οι δυο άντρες έμειναν πάλι μόνοι μέσα στη θλίψη του έρημου τόπου.
Τότε ο Παύλος εβοήθησε τον Χίλωνα να ανέλθη παρά την λεκάνην της κρήνης, και εβύθισε τρις την κεφαλήν του γέροντος εις το ύδωρ λέγων: «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Χίλων, εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος! Αμήν!» Ο Χίλων ήγειρε την κεφαλήν και εξέτεινε τας χείρας. Η σελήνη εφώτιζε με το γλυκύ της φως την λευκήν κόμην του και το ακίνητον λευκόν πρόσωπόν του.
Γιατί, αν γίνεται συ να ’σαι κείνος που τούτος λέγει, βέβαια δύστυχος είσαι. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονον! Αλλοίμονον! Αλλοίμονό μου! Διάφανα πλέον όλα! Τελευταία, ω φως, θα σ’ ατενίσω τώρα πιά, που εφανερώθη πως εγεννήθηκ’ απ’ αυτούς που να με κάμουν δεν άξιζε° κοιμήθηκα με τη μητέρα μου και τον πατέρα σκότωσα, που μ’ έχει σπείρει. Στροφή α΄
Μου είσαι ακριβότερος απ' την ελευθερίαν, από το φως, απ' τ' άπειρον, απ' ό,τι και αν είναι πολύτιμον και σπάνιον, — κι' απ' την ζωήν αυτήν μου, κι' ας την στολίζη ευμορφιά, χάρις, τιμή κ' υγεία! Σε αγαπώ' όσον παιδί αγάπησε ποτέ του, ή όσον αγαπήθηκε ποτέ 'ς την γην πατέρας! Γλώσσα δεν είναι ικανή κι' αναπνοή δεν φθάνει την άμετρην αγάπην μου με λόγια να εκφράση.
— Δεν ξεύρω εγώ. . . . όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά· τόρα είμαστε πλούσιοι, κυρά Μαριώ, το κατάλαβες; και χρειάζεται προσοχή και φρόνηση. — Και ποιος μας ξέρει, Δημήτρη μου; — Ναι, δε σου λέω, . . . απήντησεν εκείνος ξύων την κεφαλήν του, αλλά πού ξεύρεις; ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, . . και πολλά μάτια. Καλλίτερα έτσι. Α! σβύσε τώρα το φως να πλαγιάσωμε, και αύριο τα λέμε.
Οι παρεστώτες έμειναν εκστατικοί εις την ογλήγορον ιατρείαν, και έλεγαν χιλίους επαίνους της βασιλίσσης· αυτή ομοίως ώρισε να δωθούν και εις τους άλλους τα ιατρικά, τόσον εις τον υδρωπικόν, όσον και εις τον τρελλόν, οι οποίοι και αυτοί ευθύς τελείως ιατρεύθησαν. Ο Ταμίμ τότε δεν αμφέβαλλε καθόλου, ότι ο αδελφός του θα ξαναλάβη το φως του, ώστε που του είπεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν