Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Σαν ήρθε η ώρα των αυλών και του πιοτού, ο γέρος είπε να πάρουν τα μικρά, τα πειό τρανά να φέρουν απ' τα ποτήρια του κρασιού, πειο γρήγορα να φθάσουν στου μεθυσιού την ηδονή• έφεραν τότε πλήθος από φιάλες αργυρές κι' από χρυσές• κ' εκείνος παίρνοντας την πειο όμορφη, τάχα πως χάρι κάνει στο νέο τον αφέντη του, γεμάτη του τη δίνει, βάζοντας μέσα στο κρασί και δυνατό φαρμάκι, που, καθώς λένε, του 'δωκε να ρίξη η κυρά του, που το παιδί ν' αφανισθή από το φως της μέρας.

Η καρδιά του όμως άρχισε να τρέμει και τα μαύρα και σκασμένα δάχτυλά του έτρεμαν κι αυτά με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού σαν υδάτινες κλωστές. Τα βήματα δεν ακούγονταν πια. Ο Έφις όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει.

Και δώσας έν γρονθοκόπημα επί της κεφαλής του, ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του δωματίου εν μέσω του αυξάνοντος σκότους, μέχρις ου η Φλουρού εισελθούσα απέθεσε τον λύχνον επί της τραπέζης και εξήλθε πάλιν εν σιωπή. Ο καθηγητής εστάθη προσηλών τα βλέμματα εις το φως του λύχνου.

Έξω, βρωμονερούλιασμα!... Τι έγινε το φως σου; ΓΛΟΣΤ. Μαύρα τα πάντα... σκοτεινά! Εδμόνδε μου, πού είσαι; Έλα εδώ, πάρε φωτιάν, Εδμόνδε, κ' εκδικήσου αυτήν την πράξιν την φρικτήν. ΡΕΓ. Σώπα, αισχρέ προδότη! Αυτός, που κράζεις, σε μισεί αντί να σε λυπάται. Αυτός μας εφανέρωσε τα έργα σου, προδότη! ΓΛΟΣΤ. Ω της μωρίας μου! Κ' εγώ αδίκησα τον Έδγαρ! Θεοί μου, βοηθείτε τον, και συγχωρήσετέ με!

Εν τω μεταξύ, υγίαινε, Λίγεια, και ήξευρε καλώς ότι ηυλογήσαμεν την ημέραν όταν εκάθισες παρά την εστίαν μας. Υγίαινε, χαρά μας και φως των οφθαλμών μας! Και επέστρεψε ζωηρώς εις το άτριον διά να μη αφήση να κυριευθή από συγκίνησιν αναξίαν ενός Ρωμαίου στρατηγού.

Τότε φως επέλαμψε διά μιας εις τους οφθαλμούς της ψυχής του, και οιονεί μυστηριώδης επίνοια επεφοίτησεν εις τον νουν του. — Θα είνε κλέφταις· είπε. Και χωρίς να χάση καιρόν, πηδά ελαφρώς όπισθεν των θάμνων και αρχίζει να τρέχη επί της οδού της αγούσης εις το φρούριον. — Εις όνομα Κυρίου· εψιθύρισε μόνον.

ΤΟ ΜΑΓΕΜΜΕΝΟ ΜΑΝΤΗΛΙ κ. Ευαγ. Γ. Ζαλοκώστα Ώρα γλυκειά της χαραυγής όπου ξυπνάει η πλάσι, Οπού γλυκαγκαλιάζεται το φως με το σκοτάδι.

Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, χύθηκε και πέρασε ο μάγος λεβέντης από τα μεγάλα κρύσταλλα του παραθυριού μαζή με το φως του γαλαξία και αγκάλιασε την Πεντάμορφη απάνω στα κάτασπρα σεντόνια. Και η Πεντάμορφη, μέσα στον ύπνο της, έβλεπε, βαθιά μέσα στη γη, ένα νυφικό κρεββάτι, στρωμένο με λουλούδια. Στο νησί του Λαζαράκη δεν ήταν άλλος καμπούρης απ' αυτόν.

Ο Έφις, γονατιστός σε μια γωνιά, είχε βυθιστεί στη συνηθισμένη πονεμένη έκσταση και πλάι του η Γκριζέντα, γονατιστή κι αυτή, άκαμπτη σαν ξύλινος άγγελος έψελνε στενάζοντας από αγάπη. Το πορφυρό φως του δειλινού, πιο απαλό προς την Αγία Τράπεζα εξ αιτίας της λάμψης των κεριών, σκέπαζε τους πιστούς σαν αιμάτινο πέπλο, αλλά σιγά σιγά το πέπλο έγινε μαύρο, ξανοίγοντας μόλις από το χρυσάφι των κεριών.

Το φως της ημέρας, αδιακόπως αυξάνον, εφώτιζε τόρα ευκρινώς τα δασώδη βουνά του Ζυγού, το πολύχρωμον αλβανικόν στρατόπεδον με τας σκηνάς και τας σημαίας και τα λάβαρά του, φοβεριστικώς ανακινούμενα υπό του πρωινού ανέμου, τ' αμαυρά τείχη και τους προμαχώνας της πόλεως πλήρεις θεατών, την λιμνοθάλασσαν κατάλευκον, στιζομένην που και που υπό των νησιδίων κ' εν τω μέσω τούτου του ημέρου πλαισίου τους δύο μονομάχους ανημέρως παλαίοντας.

Λέξη Της Ημέρας

λογαριαστήκαμε

Άλλοι Ψάχνουν