Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Γιατί λοιπόν να μη γίνη καλά και το Βαγγελιό με την πίστη; Αυτή τη δύναμη επίστευα ότι είχα. Στην απόφαση που πήρα να θυσιασθώ για να σώσω την άρρωστη, αποφάσιζα χωρίς δισταγμό να γίνω μοναχός ή και ασκητής και να προσεύχωμαι νύχτα και μέρα για τη ζωή του Βαγγελιού. Αλλά μοναστήρι, δεν ήτο στην επαρχία μας.

Δεν τον απήγαγον μετά των άλλων. — Τι σκέπτεσαι να κάμης; — Να την σώσω ή να αποθάνω μετ' αυτής. Και εγώ είμαι χριστιανός. Ο Βινίκιος εφαίνετο ότι ωμίλει με αταραξίαν, αλλ' εις την φωνήν του έπαλλεν οδύνη τόσον σπαρακτική, ώστε η καρδία του Πετρωνίου εθλίβη. — Σε εννοώ, είπεν· αλλά πώς θα την σώσης;

Για να μη γίνω, κ' εγώ σαν της γυναίκες πούχες γύρω σου. Το ψέμα γεννά το ψέμα κι η ατιμία τον ψυχικό θάνατο. Κ' εγώ ήθελα να σώσω την ψυχή μου και την έσωσα. Εγώ μέσα στο πένθος και στα δάκρυα που έζησα είκοσι χρόνια τώρα, εφύλαξα μια καρδιά μάνας ώμορφη κι' αμόλυντη κι' αγνή. Και σαν καθρέπτη καθαρό και άδολο, που βλέπει το παιδί μου μέσα, χωρίς να κοκκινίζη και χωρίς να πονή.

Στ' όνειρό μου οι Νύμφες μου διηγήθηκαν τα χτεσινά σου δάκρυα και με προστάξανε να σε σώσω, μαθαίνοντάς σε τις δουλιές της αγάπης. Κι αυτές δεν είναι φιλήματα κι αγκαλιάσματα κι όσα κάνουν τα κριάρια κ' οι τράγοι· άλλα πηδήματα είναι αυτά και πιο γλυκά από κείνα, επειδή έχουνε γλύκα για περισσότερο καιρό.

ΓΛΟΣΤ. Εις το καλό, παιδί μου! Με την απελπισίαν του ας παίξω, να τον σώσω. ΓΛΟΣΤ. Ω παντοδύναμοι θεοί! Τον κόσμον απαρνούμαι κ' εδώ, χωρίς παράπονον, ν' αποτινάξω θέλω ενώπιόν σας το βαρύ της συμφοράς φορτίον!

Και δός' την τούτους να την παν· κι' ας είν' αυτοί μαρτύροι 'Μπρός τους αθάνατους θεούς, 'μπρός τους θνητούς ανθρώπους, Και 'μπρός εις τον απάνθρωπον αυτόν τον βασιλέα, Το πώς θα γέν' έναν καιρόν πάλε δική μου χρεία, Να σώσω από τον κακόν αφανισμόν τους άλλους. Ότι αυτός ξεπάρθηκε με τα ζουρλά μυαλά του, Και δεν ηξεύρει να νοή τα 'μπρός, και τα οπίσω, Διά να μάχωνται γεροί οι Αχαιοίτα πλοία.

Ο Αμπτούλ ανέβασε τον Καλίφη από μίαν σκάλαν εις το χείλος της λεκάνης και είπε του Καλίφη· βλέπεις ετούτην την λεκάνην, που είναι γεμάτη από χρυσάφι; δύο δάκτυλα ακόμη δεν είνε φυραμένη έως τώρα αφού την εξουσιάζω· πιστεύεις το λοιπόν, ότι εγώ ημπορώ να την σώσω έτσι εύκολα; Ο Καλίφης αφού και εστοχάσθηκε καλώς την λεκάνην, είπεν· ετούτο το ομολογώ πως είνε ένας πλούτος υπέρμετρος· μα καθώς τον μεταχειρίζεσαι ημπορεί να σωθή.

ΧΡΥΣ. Διά να υποθέσωμεν ότι περιπλανάται πλησίον του ποταμού και το αρπάζει ένας κροκόδειλος, ο οποίος έπειτα σου υπόσχεται να σου το αποδώση εάν του είπης τι ακριβώς σκέπτεται, να σου δώση ή να μη σου δώση το παιδί. Λοιπόν τι θα πης ότι σκέπτεται; ΑΓΟΡ. Δύσκολη απάντηση μου ζητάς. Δεν γνωρίζω τι να πω διά να σώσω το παιδί μου.

Διατί όμως να κλαίω δι' αυτάς τας παλαιάς δυστυχίας και δεν συλλογίζομαι τα κακά που έχω εμπρός μου; Ένα παιδί μου έμενε, φως της ζωής μου, και αυτό θα μου το σκοτώσουν τώρα, διότι το θέλουν. Αλλά όχι, δεν θα γίνη αυτό διά να σώσω εγώ την αθλίαν μου ζωήν, διότι το να σωθή αυτό, είναι η μόνη μου ελπίς, εις εμέ δε θα είναι αίσχος να μη χαθώ προς χάριν του παιδιού μου.

Κιαμέ καλόγερος θα γενής; είπεν ο Σαϊτονικολής προσπαθών να γελάση. Δεν το πολυπιστεύγω, μωρέ παιδί; Καλόγερος θα 'πά γενώ να σώσω τη ψυχή μουμα δε μ' αφήνει ο διάολος απούχω στο βρακί μου. Κατές το τό τραγούδι; — Δεν κατέω πράμμα! είπεν ο Μανώλης αποστρέφων το πρόσωπον και εντείνων το πείσμα του διά να μη γελάση. Εγώ την Πηγή δε θα τήνε πάρω κιάν 'νε γυρίση ορανός κάτω κ' η γης απάνω.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν