Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Είμαστε στο θερμό και δε μαδάγαμε. Καρτερούσαμε ώρα με την ώρα να πιάση το ντουφέκι. Βρίσκω παρακάτω τον υπολοχαγό τον Κουρμούληθιός σχωρές τονΓεια σου, Μόσχο! — Διατάξατε κυρ Υπουλοχαγέ. — Κάτσε να φάμε λίγο κουσουμάρι. — Δε μπορώ· έχω τα παιδιά μονάχα τους απάνω. Κάτσε, δε κάθουμαι· έκατσα στο ποδάρι. Παραπέρα στο χωριό τ' Αμπελάκι είχαν πανηγύρι κι έρριχναν αριά και που λιανοτούφεκα.

Μα καμπούρης ένας ήταν σ' όλο το νησί, θεός σχωρέσ' τον, μόνος και κατάμονος: ο Λαζαράκης.

Τον βλέπεις, βρε, τον Χρόνη, τον γυιο του γέρω-Χρόνη, του Σπράχτορα; Μου έλεγεν ο πατέρας μου ο μακαρίτηςΘεός σχωρέσ' τονε. — Όλον τον χρόνον καλαναρχάειτην εκκλησιά, ξεσκούφωτος, και σαν έλθουν τα Χριστούγεννα λέει το «η προαίρεσις δίδου» και συνάζει ασημένια, και παίρνει καινούργιο φέσι. Εσύ έχεις πλειο καλή φωνή απ' αυτόν. Εσύ καλαναρχάς πλειο καλά απ' αυτόν.

Ίσα τον Αράπη ξαναφωνάζω, έτσιτα ψέματα για να δώσω καρδιάτους ναύταις. Μα ποιος άλλος μπορούσε να 'πάγητην πλώρη; Το κύμα θα τον ερροφούσεν όσο να πης τρία. Έτυχε νάχωμετο τσούρμο τον Παπα-Δράκο, της Παπαδράκαινας τον γυιό. Μάννα για τον Αράπη. — Θεός σχωρέσ' τονε! Ο Παπα-Δράκος της Παπαδράκαινας ο γυιος ήτανε ένα παιδί όλο κεφάλι. Από μικρό έδειχνε.

Σαν το σκυλί στο δρόμο. Ας είχα τη γρηούλα κι' ας μούλειπαν τα καλά μου. Τον είχε πάρει το παράπονο. — Αυτά έχει ο κόσμος, είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. Όποιο δεν τάχει, ταπογυρεύει. — Το θυμάσαι το Μοσχαδώ; ρώτησε άξαφνα ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τα μάτια του γυαλίζανε. Η φωνή του αντρειεύτηκε. — Το θυμάμαι, λέει; Σαν νάνε τούτη η ώρα. — Θεός σχωρέσ' την. Άγια γυναίκα. — Κι' ωμορφούλα, παχουλή, σερπετή.

Δε μ' αξίωσε ο Θεός να το δω. Σα μ' αξιώση, τότε θα πω κ' εγώ: «Νυν απολύοις τον δούλον σου, δέσποτα». Θα το πω με την καρδιά μου σαν το Γερο-Συμεών, που λένε τα γράμματα. — Ο Θεός να δώση, Στρατή. — Πάει να μαραθή το καϋμένο το κορίτσι! Ένα μου τάφησε η μάννα του, σαν έφυγε. Μαζί φύγαμε στο ταξίδι. Εγώ ξαναγύρισα κ' εκείνηΘεός σχωρέσ' την! — δεν ξαναγύρισε πια. Βρήκε καλύτερα και μας άφησε.

Από αρρώστεια σε αρρώστεια. Γιατρούς και γιατρικά. Αρρώστησε και το κορίτσι μου το Σεραϊνώ, Θεός σχωρέσ' την! Μας έπνιξαν τα έξοδα ενάμισυ χρόνο. Κάποιος μου είπε να σηκώσω από τον Γερο-Τρακοσάρη. Ο καλός ο Τρακοσάρης κάνει ευκολίες. Πήγα κ' εγώ στον Γερο-Τρακοσάρη. «Παιδί μου Νικόλα, να σου κάνω την ευκολία σου, μου είπε, γιατί σε λυπούμαι Για σένα τα κάνω, γιατί είσαι φαμελιάρης. Δεν έχω κ' εγώ.

Εγώ το καταλάβαινα. «Μοσχαδώ, σου το είπα, στιγμή δεν μπορείς να κάνης χωρίς εμένα». Κ' εκείνη θύμωνε μαθές, Θεός σχωρέσ' την, μέρα που είνε και μούλεγε: «Την όρεξί σου έχω...» κ' έφευγε τάχα κακιωμένη. Και πάλι να σου την! Όταν τελείωνα τη δουλειά, με λυπότανε κάποτε και μούλεγε: «Δεν πας και συ μαθές, Αποστόλη, στον καφενέ, να ξεσεκλετισθής, να πάρης τον αέρα σου.

Και προσέθηκε δακρύων ο πάτερ-Γαλακτίων: — Θεός σχωρέσ' τονε! Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η χήρα με τα πολλά παιδιά που τα έφαγεν όλα η θάλασσα, η άσπονδος εχθρά της. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγεινε πλέον η χήρα η Αλτανού, η ψηλή-ψηλή, σαν λεύκα, με την μαύρην μανδήλα και την κατάμαυρην καρδιά, η θαλασσινή Νιόβη.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν