Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Ιουνίου 2025
Τότες γυρίζει η σερπετή πιστάτρα και του κάνει «Σα θες, αφέντη, και καλά ν' ακούσεις την αλήθια, δεν πάει στις συνυφάδες της ή σε καμιά αντραδέρφης, μήτε έσυρε στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, όπου κι' οι άλλες δέουνται πυκνόσγουρες κυράδες· 385 Μον πήγε στ' αψηλό πυργί, γιατί είπαν πως οι Τρώες είναι σφιγμένοι κι' οι οχτροί νικάν μεγάλη νίκη.
Έφταιξε ένας χωριανός; Σκότωσε Τούρκο και κρύφτηκε ύστερα; Αμέσως πελεκίδι πέντ' έξη, ίσως τύχη να είναι μ' αυτούς κι ο φονιάς. Σα να μην το πιστεύης αυτό. Σα να μου λες πως πέρασαν των σεφεριών οι τρομάρες. Πως χύθηκε του Πολιτισμού το ήμερο γάλα και στις Τούρκικες φλέβες. Πως η λευτεριά της Χίος και των Ψαρών μπορεί να ξανάρθη, οι σφαγές τους όμως ποτές.
Τότε ο Τζατσίντο ξαναπήρε κουράγιο. «Πρέπει να πεις στις θείες ότι δεν ήμουν εγώ εκείνος που σε συμβούλεψε να αναθέσεις στο θείο Πιέτρο να παραδώσει το καλάθι με τις προμήθειες. Εκείνες αυτό πιστεύουν. Πιστεύουν, και κυρίως η θεία Νοέμι, ότι εγώ γυρεύω τη φιλία του θείου Πιέτρο για να τις πάω κόντρα.
Αυτό είταν ένα από τα χαδευτικά ονόματα που του λέγαμε και το μεταχειρίστηκε κι ο ίδιος χωρίς να έχη την υποψία, πως ηχούσε κωμικά. Γι' αυτό τα λόγια του μας φανήκανε σα μια επαγγελία της ζωής και μας ησυχάσανε. Όταν όμως τα παιδιά πήγανε να κοιμηθούν, η Έλσα και γω περπατούσαμε πιασμένοι μέση με μέση μέσα στις κάμαρες.
Διπλά — τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στις πλευρές, με τα μαύρα τους στρωσίδια εθύμιζαν νεκροθήκες στ' ανήλιαστα βάθη της γης ταφιασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου ανοιχτόπορτη έδειχνεν άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο — τρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης ράθυμα σε πουπουλένια προσκέφαλα.
Ναι, βλάκα, θα σου το δώσω το σκούδο∙ και δέκα και εκατό θα σου δώσω, εάν θέλεις, όπως δίνω σε πιο καθωσπρέπει ανθρώπους από σένα, στις κυράδες σου, στους ευγενείς και τους συγγενείς των Βαρόνων, αλλά τις μούντζες θα σου τις δίνω πάντα, όσο θα είσαι ηλίθιος, δηλαδή μέχρι που να πεθάνεις…. Πάντα θα σου τις δίνω….» Και πήγε να πάρει πέντε ασημένιες λίρες.
Αυτή η περικοπή είναι ενδιαφέρουσα γιατί προέρχεται από τον πρώτο Γάλλο δραματογράφο που έκαμε χρήση της αρχαιολογίας στη σκηνή, και του οποίου τα οράματα, μολονότι σωστότατα στις λεπτομέρειες, είναι γνωστά σ' όλους για το πάθος τους κι όχι για σχολαστικότητα, για τη ζωντανότητά τους κι όχι για πολυμάθεια.
Άπλωνε κάτω στις κληματαριές, πέρα ως τη βρύση. Σκρόπαε κ' έπαιζε το ζωηρό το φώς, ανάμεσα στα πυκνόφυλλα κλαδιά του πλάτανου της βρύσης απάνω. Εφάνταζε στης νύχτας το βαθύ σκοτάδι, αληθινό στοιχειό της βρύσης ο πλάτανος, παλάτι ονειρεφτό του Δήμαρχου το σπίτι. Κάτω στο σπίτι, που κατάκλειστη από την ημέρα, να μην την ιδή μάτι, θα ξεκινούσε τόρα, σωστή διαδήλωση. Του κόσμου το παιδομάζωμα.
Πού να το φανταστή η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλλιές, να πειράξη τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φανταστή πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που τόχει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλοιο! Κοίταξε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμη βασίλισσά του! Φωνάζουν οι άλλες, γελούν, και πηδούνε γύρω, να ξετρυπώσουν την κρυμμένη τη Νεραϊδοπούλα. Σωπαίνει αυτή.
Η Στεφάνα και η Πατσάνα έλεγαν: «Είναι που θέλει να κάνει ελεημοσύνη στις δύστυχες ξαδέλφες του.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν