Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Άμε στο καλό, Γιωργή μου, κια μαγαπάς να κάμης έτσα που σούπα. Το χέρι της ταδύνατο μάγγιξε στο κεφάλι μου και πριν να ταποσύρη πρόφταξα, τάρπαξα και το κατεφίλησα. Κιόταν βρέθηκα έξω και τραβούσα κατά το σπίτι μας, τόσο θολωμένα ήσαν τα μάτια μου από δάκρυα, ώστε και, στη διαφάνεια της θερινής νύχτας δε διάκρινα πού πατούσα και πού πήγαινα.
— Ε, τότε θα είπες κάτι άλλο. Έγυρε πάλι κάτω. — Δε θυμούμαι. Ξέρω μόνο πως θέλω να συλλογίζουμαι όπως και συ, να πιστεύω ό,τι και συ. Γιατί κανείς δεν είναι σαν εσέ, κανείς στον κόσμο. Σε τέτοια λόγια δεν μπορεί ναπαντήση κανένας άντρας. Δε χρειάζεται να ταποκρούση, γιατί δεν είναι σα θυμίαμα στη ματαιοδοξία.
Κάποια κούραση κατέβαινεν ως τα βλέφαρά του και του τα χαμήλωνε σε κλείσιμο. Αισθανότανε το άτομό του βυθισμένο στη λύπη, και τον εαυτό του χαμηλωμένο από την ταπείνωση.
— Ο λάκκος εδώ που είνε, είπεν ο Γιαννιός, δεν θα φαίνεται απ' το μονοπάτι κάτω. Ποιος θ' ανεβή εδώ απάνω να κυττάξη; Κρύψε την τσάπα μέσ' τα χώματα, φέρε τo ζιμπίλι σου εδώ, και πάμε στη βρύσι να κολατσίσουμε. Κατήλθομεν ως πεντακόσια βήματα κάτω, εις το ρέμμα, όπου ηκούετο να κελαρύζη το νερόν.
Είναι κάτι πύργοι εδώ κ' εκεί, και έχουν φυτρώσει δέντρα πολλά και πυκνά γύρω τους· ανάμεσα σε κάτι τάφους τουρκικούς, πνιγμένους μες στον ίσκιο και στη δροσιά, και μπλεγμένους μέσα στα χαμόκλαδα, είναι κρυμμένο ένα ήσυχο τζαμί· τόπος ταιριασμένος για την ατάραχη, την απαλή, τη σιωπηλή την τουρκική τη σκέψη. Σ' έναν πύργο είναι μια καταχωσμένη πόρτα, που μόλις χωρούσα να περάσω.
Γελούν λοιπόν και τ' άψυχα μαζί του; Έσκυψε με θυμό, άδραξε το κλειδί, τόβαλε στην κλειδαρότρυπα, άνοιξε. — Μητέρα! φώναξε με ολότρεμη φωνή. Έτρεξε στην κρεββατοκάμαρα, στη σάλα, στο δωμάτιό του, στο μαγεριό. Κατέβηκε τρεχάτος στο κατώι, έψαξε στην αυλή, στο κοτέτσι. — Μάννα! ξαναφώναξε δυνατώτερα. Πουθενά απόκριση. Τον έπιασε αποκαρωμάρα.
Μόλις ανέβηκε το θρόνο ο Βάλεντας και ξέσπασε του Προκοπίου το κίνημα. Είταν ο Προκόπιος άνθρωπος ανεβασμένος από τιποτένια θέση σε μεγάλο στρατιωτικό αξίωμα στη Μεσοποταμία από τον προστάτη του τον Ιουλιανό. Στον καιρό του Ιοβιανού όμως τραβήχτηκε στην Καππαδοκία, και καλλιεργούσε τα χτήματά του.
Είταν Αύγουστος μήνας, και μέσα σταρχοντικό του απάνω σε μαλακό καναπέ κοίτουνταν κατάχλωμος και ζαρωματιασμένος ο γέρος. Τα χέρια του σαλεύανε δε σαλεύανε, κι ως τόσο τα δάκτυλά του, που χρόνια τώρα η θέλησή του να τα πη δεν μπορούσε δικά της, τρέμανε σα μισόξερα φύλλα έτοιμα να πέσουνε στη μάννα τη γης.
Τούτων ένεκα, μεγάλης χαράς ήτο αφορμή διά τον μπάρμπ’-Αλέξην, όταν κατώρθωνε «στη χάσι και στη φέξι» να έχη κανένα επιβάτην, τον οποίον, εν ανάγκη, να &περάση& ως τον περίφημον Γιάννην τον Πανταρώταν. Αλλά πού επιβάτης; ποίος ετόλμα να πατήση τον πόδα εις την παληόβαρκαν;
Εκεί σιμά τους χρόνια εννιά πολλά 'φτιανα στολίδια — 400 θηλύκια, χρυσολούλουδα, γιορντάνια, σκουλαρίκια — μες στη σπηλιά την κουφωτή· και τ' αφρισμένο κύμα με μουρμουρίσματα έτρεχε τριγύρω φουσκωμένο. Μηδ' άλλος τόξερε θεός μηδέ θνητός κανένας, μόνη η Βρυνόμη τόξερε που μ' έσωσε κι' η Θέτη. 405 Αφτή μας ήρθε τώρα εδώ, και να η στιγμή κι' εμένα ότι χρωστώ που μ' έσωσε ναν της πλερώσω τώρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν