Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Ήτανε κοντά ώρα της αγογιοματινής βοσκής κι ο Δάφνης, αφού ανάντεψε από ψηλή ραχούλα τα κοπάδια και τη Χλόη κ' εφώναξε δυνατά «ώ Νύμφες και Πάναέτρεξε κάτου στον κάμπο· και σαν αγκάλιασε τη Χλόη και λιγοψύχησε έπεσε χάμω.

Κ' εστέναζε τόσον δι' αυτήν, ως να την εχώριζεν ολόκληρος ωκεανός εκείθεν, ενώ μόλις απείχε δώδεκα μίλια, και η μικρά ραχούλα του πρασίνου βουνού δεν ίσχυε να κρύψη την ημέραν την υψηλήν οφρύν του λευκού όρους. Και την επόθει τόσον, ως να την είχε στερηθή από χρόνων πολλών, ενώ μόλις από ολίγων εβδομάδων ευρίσκετο εις την γείτονα νήσον.

Δε θυμώνταν πόσα χρόνια της βάραιναν τη ράχη, κ' από την ημέρα, που ξεκίνησε το μονάκριβό της, και τ' αγνάντεψε από τη ραχούλα, ως που τώχασε από τα δακρυόπνιχτα μάτια της, είχε σκεπάσει τον καθρέφτη της, που είχε κρεμασμένο δεξιά στη θύρα της, κι' από τότε δεν είχε ιδή το πρόσωπό της!

Κι' εκείνοι τρίτη μέρα όλοι ήρθανεοι πεζοί πολλοί, πολλοί κι' οι αλογάδεςσύψυχοι, και μαζί διο γιοι τ' Αχτόρου αρματωμένοι, νιοι ακόμα κι' από πόλεμο χωρίς να καλοξέρουν. 710 Κι' είναι μια χώρα, η Βούρλισσα, όρθια ραχούλα, αλάργα απάνου στο Ρουφιά, ακρινή της αμμουδάτης Πύλος· που ζώνοντάς την, τ' αλατιού ζητούσαν ναν την κάνουν.

Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Οπώχουν τους ψηλούς γκρεμούς και τα μεγάλα λόγγα, Και τες αμέτρητες κορφές και τες πολλές βρυσούλες, Οπώχουν τα περίφημα τα πλούσια τσελιγγάτα, Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Ξάφνου από βράχου, από γκρεμού κορφή και από ραχούλα Στριγγιά γροικάνε σουρατά, σα να σουράη τσοπάνης Και σαλαγάει τα πρόβατα και σαλαγάει τα γίδια.

Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος.

Είναι καμωμένο σαν κήπος με φράχτη από πυξάρι, με μια τριανταφυλλιά και μια ραχούλα νωποχλοϊσμένη και σκεπασμένη με πυκνούς πυκνούς πανσέδες στην κορφή. Είναι διαφορετικό απ' όλα τάλλα μνήματα κι απάνωθέ του πρασινίζει μια φλαμουριά ερημική. Απάνω στη ραχούλα είναι μια πέτρα και στην πέτρα είναι γραμμένα τα λόγια: « Ο μικρός μας Σβεν

'Στήν άκρα 'βγήκα κ' έκατσα, κι' αγνάντεψα τριγύρω Είδα δύο ελάφια πώβοσκαν 'σε μια παληοκαψάλα Κ' ο κυνηγός τ' αγνάντευε από ψηλή ραχούλα. Για να τους ρίξη σκιάζεται για να τους ρίξ' φοβήται. 'Ξήγα το Αντώνημ' 'ξήγατο, ξήγα το είνορόμου. Ήτο υιός του Γεωργίου Βότσαρη και θείος του ανδρείου Μάρκου. Εις πολλάς μάχας απέδειξε την μεγίστην αυτού ανδρείαν.

Κοκκινήσανε » Τα κάτασπρα λιθάρια, » Τα χόρτα και τα χώματα »'Σ το αίμα του τυράννου.» «'Σ τους Τούρκους επετούσανε » Τα βόλια 'σα βροχούλα. » Ο πόλεμος εκράτησε » Απ' το πρωίτο βράδι, » Κοπάδι Τούρκους έστειλα »'Σ τον σκοτεινό τον Άδη. » Ο Λάμπρο Ζήκος 'φώναξεν » Από ψηλή ραχούλα: »

Σε λίγο, που κρύφτηκαν κι' αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης άρχισε να γυρίζη γλήγορα-γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο, που είχε πάρει ο Ξενιτεμένος, και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν πετροπέρδικα, που φοβάται να μην τη σκιώση το γεράκι. Τέλος έκανε τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του Ξενιτεμένου! Πέρασαν τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν