United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλοτες γύρναε, θόλωνε σαν τον καιρό κι' ο νους του, Και τρέμοντας, σαν άρρωστος οπού τ' άναφτ' η θέρμη, Έγερνε στ' άστρο της βραδιάς τ' αχτιδοστολισμένο Κ' έλεγε λόγια οπώδειχναν άσβεστο τον καϊμό του. — «Άστρι τ' απόσπερνου λαρό, γλυκόφωτο, πανώριο, Στην ωμορφάδα ασύγκριτο, στη λάμψη πρώτο απ' όλα, Που με τ' απόκλωσμα του ηλιού προβάλλεις μες τη ράχη Ανάερε λύχνε, ουρανικέ, οπ' άγγελος σε ανάφτει Να σημαδεύης ένωρα τον ερχομό της νύχτας, Για να ξεζεύη στ' όργωμα τα βώδια του ο ζευγίτης, Να γέρνη από τον ποταμό που πλένει η κορασίδα.

Χρειάζεται σαπούνι και τρίψιμο.,, Τώρα κι' από μέσα στην τραχηλιά και στη ράχη., Είδες! Τέλειωσε ως που να πεις έλα Χριστέ. Από δω κι' από κει οι άλλοι κληρωτοί πλαίνανε με προθυμία και πείσμα. Άλλοι τα καταφέρνανε, κι' άλλοι κυττάζανε να τελειώσουν όπως-όπως. Ο Ρένας πήρε τους δυο κουβάδες και τους ξαναγέμισε με καθαρό νερό από την τρούμπα.

ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ωραία να μιλή κανείς με πράγματα νεοφανή και έξυπνα, και να μπορή τους νόμους να περιφρονή. Εγώ, σαν είχα μια φορά στην ιππασία πάθος, τρεις λέξεις δεν θα έλεγα χωρίς να κάνω λάθος• να, τέτοιος ήμουν• σήμερα, όπου να την αφήσω μ' έκαμε αυτός, ξέρω καλά με γνώμες να μιλήσω λεπτές, μ' επιχειρήματα και λόγους να διδάξω, πως πρέπει του πατέρα μου τη ράχη να τινάξω.

Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ' ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σ ο υ ρ β ι έ ς και σ ο ύ ρ β ι ζ α ν τους ανθρώπους μέσ' στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα στην ράχη και να τον σουρβίζης: Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γεια και δύναμι, και του χρόν' γεροίΈτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια.

Κατέβα να σου τη μαυρίσω τη ράχη σου, που μια φορά πήγες να μυριστής και συ αρραβώνα, και πήγε στραβά η μύτη σου σαν τη μούρη σου. Πιπ. Και δεν το βλέπεις, κουτόμυαλη; Δε βλέπεις πως το φοβήθηκαν το παπαδοπαίδι και μάνη μάνη τα ταιριάξανε μ' αυτόν τον ξένο, μην τύχη και ρεζιλευτή το κορίτσι; Έννοια σου δα, και σαν πήγα και γω στα παιχνίδια, να! — τα είχα στημένα ταυτιά μου.

Τα πεύκα την πρασινίζανε και την κάναν επιθυμητή, μα ο Ρένας φοβότανε πάντα το μυστήριό της. Τώρα ήτανε χαμηλή και μακρυνή. Το βράδυ όμως ψήλωνε σα ράχη κάποιου γίγαντα και στερεωνότανε στη μέση τ' ουρανού και της θάλασσας.

Η ντόνα Ρουθ σιωπούσε την ώρα που κουβέντιαζαν οι αδελφές της, ίδρωνε όμως ακουμπισμένη στη ράχη της καρέκλας. με τα χέρια να κρέμονται σαν νεκρά στα πλευρά της.

Είδε η Ρώσσα τας πολλάς εκείνας διαχύσεις, και την καρδιά της άρχισε η ζήλεια να κεντά, και λέξεις εψιθύριζε θυμού κι' αγρίας λύσσης, αν κατά τύχη μ' έβλεπε 'στη Συριανή κοντά. Αλλά μια 'μέρα και αυτή αληθινά θυμόνει, και μόλις εις το χέρι της εσίμωσα τα χείλη, 'ξετίναξε 'στη ράχη μου της σκούπας της τη σκόνη, τουτέστι ευληπτότερον, μ' εξύλισεν η φίλη.

Τι σκεπασμένος με πηχτή θολούρα τον ζυγώνει... 790 και στέκει πίσω... του χτυπάει ώμους πλατιούς και ράχη μ' έτσι τη χούφτα ορθάνοιχτη που τούστριψαν τα μάτια. 792 Στάθηκε τότε ολόξαφνος, κι' εφτύς καθώς τον είδε 806 τρέχει ένας Δάρδανος κι' εκεί του στέλνει το κοντάρι από κοντά στη ράχη του, κατάμεσα των ώμων, του Πάνθου ο νιος ο Έφορβος που κάθε νιο νικούσε με το κοντάρι τ' άλογα τα φτερωτά ποδάρια· που κι' άντρες τότε ως είκοσι είχε απ' τ' αμάξια ρήξει 810 κιάς πρωτοβγήκε μ' αμαξά πώς πολεμούν να μάθει.

Έπειτα ορμάει τον άρχοντα να πιάσει γιο του Πείρου, το Ρίγμο, π' οχ την καρπερή ότι είχε φτάσει Θράκη, 485 και μια του δίνει π' ο χαλκός μες στην κοιλιά του μπήκε, κι' ήρθε απ' τ' αμάξι ανάποδα. Μα και του παραγιού του Αρήθου, ενώ τα διο φαριά προσπάθαε να γυρίσει, του κάθισε μια κονταριά στη ράχη, κι' οχ τ' αμάξι έπεσε χάμου κι' έφυγαν τα ζα του σαστισμένα.