United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΡΓΓΑΝ Μίλα σιγά, συχαμένη! Μου τράνταξες το μυαλό Δε συλλογίζεσαι πως δεν πρέπει να μιλή κανείς δυνατά στους αρρώστους; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ήθελα να σας πω, κύριε . . . ΑΡΓΓΑΝ Μίλα σιγά, σου είπα. ΑΡΓΓΑΝ Τι μου λες; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Λέω πως κάποιος θέλει να σας μιλήση. ΑΡΓΓΑΝ Ας έρθη. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Κύριε . . . ΚΛΕΑΝΘΗΣ Είμαι κατενθουσιασμένος, κύριε, που σας βρίσκω όρθιο, και που βλέπω πως είστε καλύτερα.

Τώρα πρέπει να πάρω μίαν απόφασιν. Διότι άλλως δεν ειμπορεί να γένη. Και αφού δεν ειμπορώ τόσον καιρόν να αποφασίσω τι θα της πω, το καλλίτερον είνε να μη συλλογίζωμαι τίποτε. Ας το αφήσω εις την τύχην. Ό,τι μου κατεβή εκείνην την ώραν, εκείνο θα της πω. Ο Μάχτος, λαβών τέλος την ανωτέρω απόφασιν, ηρκέσθη εις τούτο και μόνον, δεν ηυτύχησε δε και να την εκτελέση.

Πρέπει κανείς, για τέτοια δουλειά, να διαβάση το βιβλίο που θα τυπώση σε λίγο ο σοφός μου φίλος και δάσκαλος Α. Darmester . Εκεί θα βρη τον καλήτερο οδηγό και δεν είναι ανάγκη να σας πω όσα θα σας πουν άλλοι με πολύ πιώτερη γνώση. Από τη γλώσσα κι από τις λέξες βλέπει κανείς αν ένας λαός έχει φαντασία και ποίηση ή όχι. Ο λαός δεν αγαπά να λέη ξερά τα πράματα κ' η γλώσσα του είναι γεμάτη εικόνες.

Η παραστρατημένη ζωή δεν μπορεί να ξαναγυρίση στον πρώτο της δρόμο. . . ΜΙΣΤΡΑΣΔόξα σοι ο θεός, που το καταλαβαίνεις. ΦΛΕΡΗΣΤι κυττάζεις εκεί γιατρέ; Είναι κανένας; ΜΙΣΤΡΑΣΌχι. Τίποτε. Έτσι κύτταξα. Λέγε μου, λοιπόν. Τι απόγινε; ΦΛΕΡΗΣΤι να σου πω; Δεν έχω πια να πω τίποτε. Απολύτως τίποτε. Ώστε; Λοιπόν; . .. Δε μου λες; ΦΛΕΡΗΣΜην ανησυχής γιατρέ. Ό,τι είδες το είδα.

Όλοι οι παρόντες ηκροάσθησαν εν σιωπή την σύντομον και αυτοσχέδιον ταύτην διδαχήν του παπά. Η θειά το Μάλαμα έσπευσε να είπη·Αλήθεια, παπά μ', δεν είναι καλό πράμα αυτοδά, θα πω, ν' αφήσουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό αλειτούργητο την ημέρα της Γέννας του... Για ταύτο θα μας χαλάσ' κι ου Θεός!

Κάθισε· κάθισε να σ' τα πω! Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις αυτού και τα αισθήματά του. — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . . — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε! — Στάσου δα, μη βιάζεσαι.

Για να σου πω, κυρ-Μανώλη, του είπε με την ραγδαίαν και όχι πολύ καθαρεύουσαν προφοράν του· μη θαρρής πως είμαι βολικό πράμμα για να με μπαρκάρης εσύ στο σκολειό μέσα; . . . Εμένα εύκολα δε με τσουρμάρεις . . . οι άνθρωποι δεν είνε μπαούλα για να τους μπατάρετε σεις όπως θέλετε, μπάττει από δω, μπάττει από κει . . . μη σας χρειάζεται ακόμα και κανένας κάβος, καμμιά γούμενα για να μας δέσετε, μη μπας και σας σκαπουλάρουμε; . . . τίποτες αμπάσιαις μούδαις μη θέλετε για να μας αρμενίζετε πρύμα; Καλούμα από δω, όρτσα από κει, φούντα εκεί!

Εκείνο όμως το οποίον πιθανόν να αισθάνθηκαν οι ερασταί μόλις επλησίασαν τα παιδία, δεν γνωρίζω, αλλ' ως προς εμέ δύναμαι να σας βεβαιώσω ότι εταράχθην διότι παντού και πάντοτε όταν βλέπω και νέους και ωραίους συγχρόνως, τι να σας πω, πολύ συγκινούμαι.

Ειπέ της μάννας σου, είνε φόβος μην πεθάνη ο Θανάσης, κ' ύστερα το πένθος θα μας κάνη ν' αναβάλλουμε τα στέφανα. . . . Κ' εγώ θα πω του Θανάση, πως είνε φόβος μην πεθάνη η μητέρα σου, κι' από τη λύπη μας θ' αναγκαστούμε ν' αναβάλλουμε το γάμο για του χρόνου. — Έννοια σου! . . . είπε μετ' αληθούς θαυμασμού ο γαμβρός. Ο Θανάσης ενέδωκεν εις το επιχείρημα της αδελφής του.

Έπειτα, τι να σας πω; Αν είμουν ποιητής, θα με κολάκεβε με το παραπάνω, αν μπορούσε κι ο μάγεράς μου να ξέρη τους στίχους μου απ' όξω. Δεν πρέπει ένας φρόνιμος άθρωπος να δίνη προσοχή σε τέτοιους χωρατάδες, μάλιστα μέσα σ' ένα σοφό Συνέδριο σαν το δικό σας. Όλα με τον καιρό μεταμορφώνουνται κ' η γλώσσα του μάγερα καταντά γλώσσα του Πλάτωνα ή του Σοφοκλή.