United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σίγουρα έχεις έρθει για να ταράξεις τη χαρά μου.» «Η γριά Ποτόι πέθανε», είπε επιτέλους ο Έφις και ο Τζατσίντο του πλησίασε το πιρούνι στο πρόσωπο σαν να ήθελε να τον τρυπήσει. «Φύγε, πουλί της συμφοράς! Το ήξερα ότι θα έφερνες την είδηση κάποιου θανάτου! Τι άλλο;» «Και η Γκριζέντα ετοιμάζεται να μας αφήσει. Θα την δεις να φτάνει εδώ σε μερικές μέρες. Αυτά ήρθα να σου πω

Υπερασπίζομαι τα δικαιώματά μου και όλες οι γυναίκες θα είναι με το μέρος μου. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κ' εγώ σε συμβουλεύω να φύγης από μπροστά μου και να δώσης τόπο στην οργή μου! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σε πολύ κακή στιγμή ήρθε. Είχα ένα σωρό ώμορφα λόγια να πω. Ποτέ δεν είχα τόση ευφυία. Τι είν' αυτό πάλι; ΚΟΒΙΕΛ Δεν ξαίρω, κύριε, αν έχω την τιμή να με γνωρίζετε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όχι, κύριε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Εμένα; ΚΟΒΙΕΛ Μάλιστα.

Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα «μα αλήθια τώρα αφτό το λες, γιε σεβαστέ του Κρόνου; 440 Άντρα θνητόνε, από καιρούς σημαδεφτό της μοίρας, θες πάλι απ' τον κακόκραχτο να λεφτερώσεις χάρο; Κάν' το· όμως μερικοί θεοί, σ' το λέω, θα πικραθούμε. Τώρα ένα λόγο θα σου πω και πρόσεξε ν' ακούσεις.

Λόγο θα δώσης; Δεν τον ήθελες, τελείωσε... — Όχι, έχω να σου πω, ξαναείπε ο Γιώργης, για να καταλάβετε τι ανθρώποι είνε στον κόσμο. «Άκου, Σταύρο, του λέω λοιπόν, πόσο σε θέλομε στο σπίτι μας το ξέρεις. Κανένα παράπονο δεν έχω μαθές. Μα ο κόσμος είνε κακός.

Δεν περπάταγε γλήγορα τ' άλογό του και κοντεύαμε να νυχτώσουμε κατάστρατα. «Βάρτο του λέω, αυτό το παλιάλογο γιατί μας πήρε η νύχτα». Αυτός θύμωσε γιατί να του πω παλιάλογο το ψώφιο του κι αρχινάει να με βρίζη. «Μη βρίζης, αγά, του κάνω, γιατί δε σου είπα και κάνα βαρύ λόγο». Εκείνος τίποτα, δε σταμάταε τα βρισίδια του.

Μήπως το γνωρίζω τουλάχιστο μονάχα στη δική μου; Μήπως γνωρίζω πως είναι πραγματικότητα μονάχα εκείνο, που φτάνω με το λογικό μου; Είναι αποκλεισμένο να υπάρχη μια πραγματικότητα, που δεν μπορεί να τη φτάση κανείς μόνο με το αίστημα ή, — γιατί όχικαι με τη φαντασία ακόμα; Μου φαίνεται, πως θα είτανε το ίδιο σα να κολόβωνα τον εαυτό μου αν ταπείνωνα το αίστημά μου και τη φαντασία μου τόσο, ώστε να πω πως υπάρχουνε μονάχα για να είναι υποταγμένα στο λογικό.

Επί τέλους, δος τουδος του, κατώρθωσε να πάρη ενδόξως το απολυτήριόν του και μπορώ να πω, χωρίς να το καυχηθώ ότι από διετίας που φοιτά στο Πανεπιστήμιον, κανείς υποψήφιος δεν ακούεται περισσότερο απ' αυτόν σε όλας τας συζητήσεις της σχολής μας. Έγινε επίφοβος· και δεν υπάρχει συζήτησις που να μην αγορεύη μέχρις υπερβολής, για ν' αποδείξη το εναντίον.

Είπα τόνομα του Καρκαβίτσα. Πρέπει τώρα να πω και τόνομα του Παλαμά. Οπαδοί κ' οι δυο τους — ή μισοί οπαδοίτης μισής γλώσσας. Δεν τους ανάφερα πιο απάνω μαζί με τους άλλους, μα. . . ξύλο θέλουνε κ' οι δυο τους. Ίσως πάλε τους αξίζει μόνο μισό ξύλο.

Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώση, κανένας δανειστής να βουλώση τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξη. Τι θέλαμε άλλο; Τώρα που είτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάννα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κ' έτσι ζούσαμε.

Κάθησε κοντά μου, είπε. Δε θα ερεθιστώ. Θα μιλήσω ήσυχα. Γιατί δεν είμαι πια ανήσυχη. Αιστάνουμαι μόνο πως γκρεμίζουνται όλα. Δεν είμαι πια εδώ, αν και δεν μπορείς να το νοιώσης ακόμα, γιατί ξέρεις τόσα λίγα και γιατί τόσα λίγα μπορούσα να σου πω και γω.