Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Δηλαδή ο άδικος είναι με κάποιον τρόπον τόσον πονηρός όσον και ο δειλός, και όχι με ολόκληρον την πονηρίαν, επομένως δεν αδικεί συμφώνως με αυτήν. — Διότι τούτο θα ήτο ως να αφαιρήται και προστίθεται το ίδιον πράγμα εις το ίδιον πρόσωπον. Τούτο όμως δεν είναι δυνατόν, αλλά κατ' ανάγκην το δίκαιον και το άδικον περιστρέφεται εις περισσότερα πρόσωπα από έν.

Λευκή το πρόσωπον, λευκή την περιβολήν, λευκή και την καλύπτραν, υπό την οποίαν εξηνεμίζοντο ξέπλεγα τα μαλλιά της, μόνον το πρόσωπόν της ήτο εκτάκτως και θαμβητικώς λευκότατον, ο αθέρας του λευκού. Εις την ψυχήν του ο ιερεύς ησθάνθη χαράν και αγαλλίασιν ενεκλάλητον. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ώρμησε να την εναγκαλισθή κράζων περιπαθώς: — Κουκκίτσα μου! Κουκκίτσα μου!

Ότε είδε τον Μάχτον, οι δύο κρεμαστοί οδόντες, οίτινες συνέσφιγγον αδιαλείπτως το κάτω χείλος, υπεχώρησαν αυτομάτως, και αφήκαν το στόμα να μειδιάση το ιδιάζον αύτη μειδίαμα, όπερ μόνον ότε έβλεπε τον Μάχτον εσημείου το πρόσωπόν της. — Πού ήσουνα, μικρέ μου; είπε. — Μάννα, είπεν ανυπομόνως ο Μάχτος, μέσα είνε η Αϊμά; — Όχι. — Δεν είνε μέσα; επανέλαβε μη θέλων να πιστεύση.

Ο Πλούτων εχύθη εις τας αγκάλας του ορφανού, ο δε ιατρός επέδειξε και πάλιν την αγαθότητα της ψυχής του, δις πτύσας εις το πρόσωπον του βδελυρού δημίου και έπειτα περιδέσας μετά πάσης επιμελείας τας χαινούσας του θύματος πληγάς, εις το οποίον διέταξε να προσφέρωσι πινάκιον γάλακτος και να το αφήσωσιν έπειτα να ησυχάση.

Διηπόρει εν εαυτώ, προς τίνα σκοπόν το πρόσωπον τούτο επαρουσιάσθη ούτω βαθύπεπλον προ των οφθαλμών αυτού. Εβασάνιζε τον νουν του να εύρη τι εσήμαινεν ο πέπλος. Εβίαζε την μνήμην του να τω είπη αν είχεν ιδεί άλλοτε πεπλοφόρους ανθρώπους.

Να μη του συνορίζεσαι, γιατί 'νε αψόθυμος, μα κακός δεν είνε. Και στο ύστερο είντα σε γνοιάζει;.. Δε σε φτάνει ... που σαγαπώ εγώ; είπεν η Πηγή με φωνήν μόλις ακουσθείσαν. Τα μάτια του Μανώλη εξήστραψαν. — Κ' εγώ σ' αγαπώ, είπε, μα θωρείς πως δε μας αφίνουνε. — Και θα περνάς πάλι απού τη στράτα μας να σε θωρώ; — Ντα μπορώ να μην περνώ; είπεν ο Μανώλης και το πρόσωπόν του εκοκκίνιζεν, ως μύδρος.

Ιδέ τον με πόσην λύπην παρατηρεί το αιματωμένον πρόσωπόν σου! ήρχισεν ήδη να μετανοή! τρέξε λοιπόν και φίλησέ τον, δος καλόν αντί κακού, φίλημα αντί κτυπήματος , και ούτω θέλεις θριαμβεύσει. Ενόσω ο Γεροστάθης ωμίλει, ο θυμός της μικράς Ευφροσύνης βαθμηδόν επραΰνετο· μόλις δε ο γέρων ετελείωσε, και η Ευφροσύνη τρέχει, εναγκαλίζεται, και καταφιλεί τον αδελφόν της.

Πρέπει δ' αληθώς μεγάλα πράγματα να είχον συμβή εις τον πτωχόν Δημήτρην, διότι και το πρόσωπόν του ήτο ηλλοιωμένον, και οι οφθαλμοί του είχον λάμψιν ασυνήθη, και της φωνής αυτού η κλαγγή ήτο τρομώδης και παρηλλαγμένη. — Καλέ τι έπαθες; ηρώτησεν εγειρομένη και πλησιάζουσα ανησύχως η κυρά Δημήτραινα. Συ δεν είσαι ο ίδιος. — Τώρα κ' άλλη μια φορά ο ίδιος! Κύτταξε εδώ!

Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια Χαδούλα; . . . είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπόν της αφ' ό,τι ήτο έγεινεν ακόμη ερυθρότερον . . . Θυμήσου τι τρομάρες, τι βάσανα πέρασα τότε κ' εγώ! Κι' ας είσαι καλά, πόσο μ' εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου. — Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.

Από της δευτέρας εβδομάδος η Λιαλιώ, οσάκις ήτο έξυπνος κατά τας μεσονυκτίους ώρας καθ' ας αυτός επανήρχετο οίκαδε, δεν έπαυε να γογγύζη και ν' απαιτή όπως την στείλη οπίσω εις την πατρίδα της. Δεν ηδύνατο να ζήση, έλεγε, μακράν των γονέων της. Και τω όντι, από των πρώτων ημερών του ξενιτευμού, η καρδία ήρχιζε να της πονή, η όρεξίς της εκόπη και το πρόσωπόν της εχλωμίαζεν.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν