Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία• 15 κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία από το πλήθος• και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη, και όλον τον εμεγάλυνε 'ς τα μάτια των ανθρώπων, 20 ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη, και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις, 'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. — και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, 'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 25 «Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει• 'ς το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι• ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος• 30 κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους• ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη, κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει. αλλά 'ς την θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο 35 ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι. και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία, εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε, να χαρήτ' όλοι 'ς το καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω. των νέων τούτα επρόσταξα• και σεις, οι σκηπτροφόροι 40 οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε, τον ξένον να φιλεύσουμε• μην το αρνηθή κανένας. και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος, ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο, να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». 45
Για τούτο ο Χαγάνος έδειξε στους σοφούς την πόρτα. Τώρα τους έβλεπε να παραστέκουν και να κεντούν με λόγια και ξεφωνητά την προθυμία του Αριστόδημου. Ο ίδρωτας έλουζε το στεγνό πρόσωπό του· ο ήλιος έψενε και ξενεύριζε το αρρωστιάρικο σώμα του. Μα εκείνος εξακολουθούσε να τρέχη εδώ κ' εκεί, να φωνάζη τους αργάτες, να ψαχουλεύη τα χώματα.
Η προθυμία σου, φίλε Θεαίτητε, είναι ορθή, αν όμως είναι ορθή και απάντησις, αυτό πρέπει να το εξετάσωμεν. Θεαίτητος. Βεβαίως πρέπει. Σωκράτης. Λοιπόν δεν είπες ότι διαφέρει το ολόκληρον από το όλον; Θεαίτητος. Μάλιστα. Σωκράτης.
Η αδιαφορία με την οποίαν ο γέρων ωμίλει περί της αγωνίας του θανάτου, η προθυμία του να επανέλθη προς τον ψυχορραγούντα λεπρόν, επηύξανον την ενδόμυχον του ιερέως εντροπήν διά την ατολμίαν του. — Διατί ήλθες μαζή μου, ηρώτησε μετά τινα σιωπήν. Διά να με συντροφεύσης; — Και διά τούτο. Αλλ' όχι τόσον διά τούτο, όσον διά να τον παρασταθώ εις τα τέλη του.
Δεν είχεν αυτός καλά τελειώσει την απόφασίν του, και ευθύς ο λαός έτρεξε και έφερε με μεγάλην επιθυμίαν τόσα ξύλα, που ήταν αρκετά να καύσουν είκοσι μάγους· τόση ήτον η προθυμία που είχαν διά να με ιδούν πολλά ογλήγορα γενόμενον εις στάκτην.
Και σαν τους είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους, και στέκεται και τους λαλεί δυο φτερωμένα λόγια «Αίιδες των χαλκόφραχτων αρχόντοι Δαναώνε, 285 σ' εσάς τους διο προστάγματα δεν παν, και μήτε λέξη δε θα σας πω· τι μόνοι σας με προθυμιά, το ξέρω, στήθος με στήθος το λαό να πολεμάει κεντάτε. Ε και να μούταν, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, σαν τη δική τους την καρδιά μες σ' ολωνών τα στήθια!
Η προθυμία της εκφράσεως και εκδηλώσεώς του φύσει τέρπει τον άνθρωπον· μετά χαράς τον ακούει και αναγινώσκει την αυθόρμητον των αισθημάτων και εντυπώσεων του μαγικήν ευγλωττίαν.
Δεν απητείτο δε πολλή επιτηδειότης, όπως η προθυμία αύτη μεταδοθή και εις τους δύο νεαρούς γύφτους, οίτινες πάντοτε ήσαν φιλόπονοι. Ο θεόπεμπτος πελάτης ήρχετο καθ' εκάστην εις το εργαστήριον και προσέκειτο παρακολουθών μετά διαφέροντος την πρόοδον της εργασίας. Ο Πρωτόγυφτος τον είχε συνειθίσει και συνήπτε πάντοτε συνδιαλέξεις μετ' αυτού.
Κ' εδώ ο ποιητής, ο οποίος εργάζεται με ομηρική αταραξία, διακόπτει μίαν στιγμή την πράξη του δράματος· χρειάζεται να φανερωθή κατά βάθος η σχέσις του Πρόσπερου με το πνεύμα, και να εξηγηθή καθαρά η προθυμία, με την οποίαν εκείνο κάνει έως το τέλος όλα τα θελήματα του κυρίου του.
Η προθυμία του φίλου τούτου προς υπεράσπισιν ημών είναι βεβαίως αξία της ευγνωμοσύνης μας• σκέφθητι όμως ότι είναι πιθανώτατον ημείς μεν να μη τύχωμεν σωτηρίας, αυτός δε να συκοφαντηθή προς τον στρατόν και να πάθη. Άκουσε τι σκέπτομαι. Απεφάσισα, μήτερ, ν' αποθάνω και θέλω ν' αποθάνω τον ευκλεή τούτον θάνατον αποστρέφουσα απ’ εμού πάντα άλλον ίδιον αγενούς ψυχής πόθον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν