Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Ποιανού είταν το γράμμα; τι είταν τα κλάματα; Αμέσως έννοιωσα πως είταν κάτι, — κάτι που δεν το ήξερα. Δεν είχε τη συνηθισμένη της την όψη· ο τρόπος της μου φάνηκε παράξενος και πήγαινα — ο δύστυχος! — να τρέξω να της πάρω βιαστικά από τα χέρια το γράμμα. Πόσο χαίρουμαι τώρα που δεν τόκαμα! Γιατί να μου έρθη υποψία πως γύρεβε τάχατις κάτι να μου κρύψη; Η καημένη!
ΒΕΡΑ — Αλλ' ας αλλάξουμε κουβέντα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Έσκασε το Φεγγάρι. Κυττάξτε τι ωραία πού φωτίζεται το βουνό. Capo d' opera! ΒΕΡΑ — Μαγεία, μαγεία . . . Σα συνωμόται στο σκοτάδι. Τι βλέπετ' εκεί; ΜΙΣΤΡΑΣ — Κάνομε υποδοχή στο φεγγάρι. ΒΕΡΑ — Μόνος σας, κύριε Φλέρη. Δεν μας φέρατε τη μικρούλα. ΦΛΕΡΗΣ — Αφίστε με, δεσποινίς, με τη μικρούλα μου. Είναι ένα πλάσμα ανυπόφορο. Δεν ξέρω ποιανού έμοιασε.
Έβλεπε κατόπι — μέσα στο φοβερό, τον ατέλειωτον εκείνο το βραχνά — έβλεπε τον Πάτερ Χαράλαμπο μόνο που δε βλογούσε την αμαρτία με το Βαγγέλιο στο χέρι, που άκουγε τις ψευτιές του Πανάγου και τις σκέπαζε με το πετραχήλι του, κ' ύστερα να τρέχη και να τις φέρνη αντίδωρο, λέει, ποιανού; — του Δημήτρη!
Δε βγαίνει τίποτα. Ο ίδιος απόμεινες. Δε μου λες; Αλήθεια, το παράτησες και το πιάνο-φόρτε; Όλα τα παράτησες, καψερέ; ΦΛΕΡΗΣ — Γύρεψα να βάλω το ταλέντο μου στη ζωή μου. Μα κι' αυτή με πρόδωκε σαν τάλλα. Αυτό είναι βλέπεις. ΜΙΣΤΡΑΣ — Μωρέ, θαρρώ πως είναι τούτη η ώρα, που μούπαιζες στο πιάνο το περίφημο συμφωνικό ποίημα. Να με πάρη ο Διάβολος αν θυμάμαι τι ήτανε και ποιανού.
Πετάχτηκε στη μέση ο Δάσκαλος, γιατί μυρίστηκε την τσίκνα: -Δεν είχε πια χορό· εγώ τον έπαψα το χορό, καθώς είδα που μπήκαν οι μασκαράδες. Ποιανού δε θα δώσης λόγο ρε !-φώναξε ο Μίμης αγριεμένος.
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΞΙΦΟΜΑΣΚΙΑΣ Θα σε σπάσω στο ξύλο! Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Θα σε κάνω τούμπανο! Ο ΜΟΥΣΙΚΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Αφήσετέ μας να τον μάθωμε να μιλάη. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ω! κύριε καθηγητά της φιλοσοφίας, ήρθατε απάνω στην ώρα με τη φιλοσοφία σας. Ελάτε να τους ειρηνεύσετε αυτούς τους κυρίους. Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Τι τρέχει; τι συμβαίνει, κύριοι; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Επιάστηκαν, ποιανού το επάγγελμα είναι ανώτερο.
Ο Αγαθούλης μετά το γεύμα περιδιαβάζοντας μέσα σε μια μακρυά γαλαρία, θαύμαζε την ομορφιά των ζωγραφικών πινάκων. Ρώτησε ποιανού μεγάλου τεχνίτη ήτανε οι δυο πρώτοι.
— Πολλά τα έτη στόνομά σας, απολογιέται ο χωριανός. — Βλέπεις; δε σου τόλεγα πως είστε Έλληνες; γυρίζει και λέει του Σφακιανού. Έτσι το είπε κι ο Ευριπίδης. «Ω φως, προσειπείν γαρ σον όνομ' έξεστί μοι». — Μα να βρούμε και το σπίτι του Προεστού, του κάνει ο Σφακιανός. — Ποιανού; του Καπετάν Αλεξαντράκη; πετιέται, και λέει ο χωριανός. Εγώ να σας πάω.
Και ποιανού ήταν αυτό το σπίτι; Του Γιάννη Τούρτουρη του κακομοίρη, του άκαρδου και τ' άθεου του Γιάννη Τούρτουρη που τον είχαμε οχτρό. Εκείνος πάντα μας πολέμαγε, μας φτονούσε. δεν ήθελε να βλέπη ψωμί στα δόντια μας. Τον άντρα μου το μακαρίτη — πάντα κόντρα του πήγαινε· εμένα με κακολόγησε· τη θυγατέρα μου — την όμορφη Χρυσούλα μου, έβαλε πεζούς καβαλλαρέους ναν τη χωρίση από το στεφάνι της.
Και την τραβώ και της σφίγγω τα μπράτσα που τα ξεσκίζω με τα νύχια μου· την πετώ απάνω στο κρεββάτι, την πιάνω από το λαιμό. Να τη χτυπήσω, να την μπατσίσω, να τη στραγγουλίσω. Κάτι να της κάμω! — Το γράμμα! το γράμμα! Ποιανού είναι το γράμμα; Και να πάλε που με μιλεί. Να που ακούω πάλε τη φωνή της· — Καρλή μου, Καρλή, μια στιγμή μόνο. Ό τι θέλεις, να με κάμης. Μα πρώτα να σου πω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν