Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Μα πώς θα χαθούν τόσες ψυχές, πώς θα κλείσουν τόσα σπίτια, πώς θα πεινάσουν τόσα στόματα, πώς θα καταντήση ένας χοντρονοικοκύρης φτωχός, πώς θα χαθή ένα όμορφο πλεούμενο δε σε μέλει. Καρφί δε σου καίγεται! Καλά το λοιπόν κάμε ό,τι δύνασαι· θα κάμω κ' εγώ ό,τι μπορώ.

Ένα εδώ ελάγκευε και άρπαζε με αφρισμένα δόντια την κουπαστή· άλλο εκεί με το παίξιμο της ουράς του έκανε τρίμματα τη σκάλα· άλλο με προβοσκίδα φοβερή εσούβλιζε πέραπέρα τα παραπέτα και άλλο έπιανε από την πρύμη κ' ετάραζε σύγξυλο το πλεούμενο, σαν κουρέλι.

Πνεύματα που αμφιβάλλουν για το έργο τους, θα ήθελαν να στέλνουν μακρυά, καθώς εσύ, στους ανθρώπους την ευεργεσίαφάρε που ξέρεις γιατί αγρυπνάς ... Ως κι' εδώ στο βουνό, που στέκω απόψε, η χρυσή σου ματιά φτάνει από πέρασα να ζητά το χαμένο πλεούμενο των λογισμών μου. Ως εδώ πέρα φτάνουν οι ανήσυχοι παλμοί σου, φάρε, φλογερή και ρυθμική καρδιά της κοινωνίας!

Εκάθονταν εκεί κ' επαραμόνευαν νυχτόημερα τα πέλαγα. Και μόλις έβλεπαν κακότυχο πλεούμενο ν' αρμενίζη κοντά τους, όλοι μέσα στην τράτα και απάνω του. Ποιος ημπορούσε να γλυτώση; Ποιος ετολμούσε ν' αντισταθή; Εκούρσευαν το πράγμα, έτρωγαν τους ανθρώπους, εβύθιζαν τα πλεούμενα. Λάμιες της θαλάσσης κακόγνωμες.

Τράβα το κουπί σου! του είπε ξερά ο καπετάνιος. Αυτός σιάριζε ολοένα, ως που βάλανε πλώρη κατά το «πλεούμενο». Με δυο κουπιές, το διπλαρώσανε. — Παναγιά μου! Τι είναι τούτο; Άνθρωπος;... φώναξε το παιδί. — Αμ' τι ήθελες νάναι; Σκυλόψαρο;.. έκανε ο καπετάνιος. Από τέτοια η θάλασσα, άλλο τίποτα, παιδί μου.

Και πίσω από το αεροκάμωτο τείχος ετόξευε σπηλιάδα σε σπηλιάδα τον άνεμο, καρτερώντας τη στιγμή να χυθή συφάμελος και να ταράξη τα σύμπαντα. Μα κ' εκείνες άρχισε να τις αισθάνεται η θάλασσα, τα πανιά μας να φουσκώνουν, να παίρνει δρόμο το πλεούμενο.

Μετά κάμποσα έτη ακαταπόνητου εργασίας ο Αντωνέλλος κατεβλήθη και ηναγκάσθη ν' αφήση το πλοίον. Με πολύν κόπον απεχωρίσθη, από το «αγαπητό του πλεούμενο» καθώς τ' ωνόμαζε, από την θαλασσινήν του Μπέλλαν διά ν' αφοσιωθή εξ ολοκλήρου εις την αδελφήν, την Μπέλλαν του της ξηράς. Διά να μην κάθηται δε, έγεινε κηπουρός.

Μα το μεγαλήτερο ίσως καλό του Βυζαντίου είναι η εμπορική του τοποθεσία. Όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας στα χέρια του είταν από τότες, αφού κάθε πλεούμενο που πηγαινοερχότανε με πραμάτεια, από το Βόσπορο έπρεπε να περάση, και στο Βυζάντιο κόνεβε. Μα και δικό του εμπόριο είχε με τους ντόπιους της Θράκης, και μάλιστ' από τη ψαρική του.

Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο. Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο. Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια.

Αγάπησα το πρόσωπο της θάλασσας, τους κόρφους, τα νησιά, τους θυμούς και τη γαλήνη της, μα τους θησαυρούς του βυθού της όχι· ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν ανίκητη αηδία και τρόμο παράξενο εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου εφαινόταν, δεν θυμούμαι πώς την επαρόμοιαζα, όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του θεού και καμάρι της θάλασσας.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν