Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
'Σ τους όχτους, 'ς τα ριζά, κοπάδια ασπρολογάνε Και φαίνονται βοσκοί, και 'ς τώμορφο κεντίδι Φλογέρες λες κι' ακούς, λες και γροικάς τραγούδια, Βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια. 'Σ τα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη Με καλαμιές χρυσές. Ένας ψαράς 'ς την άκρη Πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει. Κάμπον πλατύν πλατύν με σμαραγδένιο νήμα Ολόγυρα κεντάει.
Εσημείωσε το μέρος με τον πόδα, έλαβε το σίδηρον από την σπειρίδα του, το προσήρμοσεν εις το στηλιάρι, έκαμε τον σταυρόν του, κι' άρχισε να σκάπτη. Έσκαψε μισήν ώραν, έκαμε ρηχόν πλατύν λάκκον. Είτα εστάθη. — Έλα, μπάρμπα Γιαννιέ, τώρα, αράδα σου είναι. Ο Γιαννιός έλαβε την σκαπάνην και τον διεδέχθη. Έσκαψεν άλλην τόσην ώραν, επλάτυνε τον λάκκον και τον εβάθυνεν. Επί δύο τρεις ώρας ενηλλάσσοντο.
Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπάρμπα- Στεφανής ο Μπέρκος, υψηλός, στιβαρός, σχεδόν εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μαλλίνην βαθυκύανον, με το ζωνάρι κόκκινον δύο πιθαμαίς πλατύ. Κατόπιν τούτου εφάνη και άλλη μορφή, ορθή, ισταμένη παρά την θύραν.
Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι, 'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα. και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340 στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο, 'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του. σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις, κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345 αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι, η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη• 'ς τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε•
Τα χρυσοπόρφυρα συγνεφάκια που εσυντρόφευαν το κατέβασμα του εσκόρπισαν στον πλατύν ορίζοντα, εσκάλωσαν κάπου μαύρα σαν γιγάντιες καπνιές. Ο Αποσπερίτης έλαμψε κρυσταλλόχιονο μέσα στα σκούρα. Εφάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας κ' ένας. Τα νερά κάτω επήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα το κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού.
Ούτος είχε δύο επαγγέλματα. Με τους τιμίους ήτο τίμιος, και με τον Σκούνταν ομότεχνός του. — Και έχεις εσύ σχέσεις εις την Ρώμην, διαβόλου Τρανταχτή; — Δεν το ειξεύρεις; απήντησεν ο Τρανταχτής ιλλωπίζων τους οφθαλμούς. Και ποίος είνε ο ανταποκριτής σου; — Ο Πάπας, είπεν απαθώς ο Τρανταχτής. Ο Σκούντας έβαλε πλατύν γέλωτα. — Διατί γελάς; — Διότι μ' εμπαίζεις, είπεν ο Σκούντας.
Γύρω μας άνθιζαν οι πασκαλιές γεμίζοντας τον αέρα με τη μυρουδιά τους και στον αχνό, φωτεινό ουρανό έπλεε το νέο φεγγάρι, δίχως να φωτίζη, κολυμπώντας μόνο μέσα στο γλαυκό, που άπλωνε πλατύν, απέραντο το θόλο του, όπου τα χλωμά άστρα δοκιμάζανε να φεγγοβολήσουνε, χωρίς όμως να κατορθώνουνε να σκίσουνε τη νύχτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν