United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξύπναγε η πετροπέρδικα στα τουφωτά κοντοπρίναρα που κοιμώταν, έλουε τον ώμορφο λαιμό και τα καμαρωτά στήθια της στα κρυσταλλόνερα μέσα κι ανέβαινε στην κορφή του γκρεμού κι άρχιζε τον ολόγλυκο κελαϊδισμό της. Η πέρδικα ξύπναγε το βοσκόπουλο στη μάντρα του και το βοσκόπουλο το καλό με τη γλυκειά του φλογέρα ξύπναγεν όλη την πλάση.

Εις δε τα άλλα ζώα, όσα έχουσι πνεύμονας, ίνα αναπνέωσιν, η φύσις έδωκε την αίσθησιν άλλου είδους οσμής, διά να μη πλάση δύο αισθητήρια όργανα• είναι αρκετόν εις αυτά, όταν αναπνέωσι, να έχωσι την αίσθησιν μόνον του ενός είδους οσμών, ενώ οι άνθρωποι διακρίνουσι και τα δύο είδη. 13.

Κ' επιτέλους τι είναι ένα όμορφο ψέμα; Απλούστατα: ότι είναι μονάχο του η δική του απόδειξη. Αν ένας άνθρωπος είναι τόσο στερεμένος από φαντασία, ώστε να μη μπορή να πλάση μιαν απόδειξη για να υποστηρίξη ένα ψέμα, καλύτερα να πη ευθύς εξ αρχής την αλήθεια. Όχι, οι πολιτικοί δεν το κάνουν αυτό. Κάτι μπορεί ίσως να λεχθή ευνοϊκό για το δικηγορικό σώμα.

Αλλά μου ήνοιξες τους οφθαλμούς. Και ηξεύρεις πόθεν προέρχεται εκείνο, διά το οποίον με κατηγορείς; Είς γλύπτης, όταν θέλη να πλάση άγαλμα Θεού τινος, ζητεί και ευρίσκει υπόδειγμα, και εγώ υπόδειγμα δεν είχον· δεν είδα ποτέ πόλιν πυρπολουμένην. Μάκαρες οι Αχαιοί οίτινες επρομήθευσαν εις τον Όμηρον την υπόθεσιν της Ιλιάδος. Και εγώ; Εγώ δεν είδα πόλιν πυρπολουμένην!

Ένας ιστορικός, που δεν το ξάνοιξε αυτό, θα μας έδινε μια πολύ ανακριβή εικόνα της εποχής, κ' ενός δραματικού, που δεν επωφελήθηκε απ' αυτό, θα του έλειπε το πιο ζωντανό στοιχείο για να πλάση μιαν εντύπωση οφθαλμαπάτης. Η θηλυπρέπεια της στολής, που εχαρακτήριζε τη βασιλεία του Ριχάρδου II, ήταν παντοτινό θέμα των συγχρόνων συγγραφέων.

Είδες!.. .σαν βγαίνει 'ςταίς κορφαίς όλος ο Κόσμος λάμπει, Και σαν παρθένα νηόνυμφη η Πλάση ξημερώνει Μ' ανθούς, με χόρτα, με δροσιαίς, μ' αηδόνια στολισμένη· Κι' αυτός σαν φεύγει, μάνα μου ο Κόσμος σκοταδιάζει. Μούπε πως είνε βασιληά και μάγισσας αγόρι... Αποσταμένος κάθονταν 'ςτήν βρύση 'λίγην ώρα.

Στο γκρέμισμά του ούτε ήλιος σκοτείνιασε, ούτε χάθηκε το φεγγάρι. Τύφλα στο μεθύσι της η Πλάση, δεν πρόσεξε καθόλου το σβύσιμο τ' ακριβού της. Τ' ακριβού και του διαλεγμένου της. Τ' αστέρι π' άναψε κ' έφεξε την άγρια νύχτα, χάθηκε στην άγρια νύχτα και δε θα ξαναφανή. Ώρα του καλή και βλογημένη. Μικρός ήταν και μεγάλη αρχή έκαμε. — Η αρχή έγινε, ας τελειώσουν οι γιοί μου, σκέφτηκε.

Στη ράχη πρόβαινε λαμπρό της χαραυγής τ' αστέρι, Στου λόγγου τα πυκνά δενδρά ξυπνούσαν τα πουλάκια Κι' ανάκραζαν με τους γλυκούς κελαϊδισμούς την πλάση.

Σκέφτηκε: — Αν δεν προχωρήσει το απόβραδο, περισσότερο από το σημάδι αυτό, κι' αν μείνει η πλάση όλη ένα απόβραδο. τι θα γίνει ο κόσμος! Μετά το βραδυνό συσσίτιο ήρθεν ένας υποχρεωτικός δίοπος να τον πάρει στο διαμέρισμά του. — Έχομε διασκέδαση στο υπόφραγμα, δεν το ξέχασες, του είπε.

Την έσυρε όξω από τ' αμπέλι σ' έναν όχτο πρασινοντυμένο. Περίγυρα τα βουνά ψήλωναν γαλάζια και διάφανα σαν αχνοκάμωτα. Απάνου σε μια κορφή τους το Ερωτόκαστρο, με τα χρυσά του τείχη και τους διαμαντένιους πύργους του έλαμπε, σα να πλουτίστηκε με δεύτερο ήλιο η πλάση.