Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Αλλ' η μητέρα μου, αν και φαίνεται της άρεσε λίγο το πράμμα, επέμενε να με πάρη μαζή της. Φοβότανε μήπως μου συμβή τίποτε στην επιστροφή, γιατί θα περνούσαμε από τουρκοχώρια. Έπειτα είχα ρεμπελέψει· έπρεπε και να διαβάσω λίγο.

Έλεγε ένα ναυτικό τραγούδι, που το είχε μάθει από τα παιδιά στο νησί. Τραγουδεί λαρά, τραλαλαρά, λαρά και θωρεί το μνήμα του στη θάλασσα βαθιά. Μας είδε άξαφνα, σώπασε κ' είπε πως δε θέλει να τραγουδή, όταν τον ακούει ο μπαμπάς. Παρατήρησα πως στο βιβλίο αυτό μιλώ σχεδόν μονάχα πώς περνούσαμε τα καλοκαίρια μας. Ο λόγος είναι μόνο γιατί το καλοκαίρι είχαμε ζωηρότερο το αίστημα πως ζούμε.

Τόσα χρόνια πάλεψα με τη θάλασσα, το Χάρο με τα μάτια μου τον είδα· και η θάλασσα δε μ' έφαγε. Μ' έφαγε η στερηά και ο Γερο-Τρακοσάρης. Σαν ξέκανα το μπάρκοτι να το κάνω; περισσότερη η ζημιά του παρά το καλό τουείπα νάρθω να τελειώσω τις μέρες μου στο νησί με τα λίγα που είχα. Είχα κ' εγώ το δικό μου· το σπίτι, λίγες εληές, λίγα κλήματα. Φτωχικά θα περνούσαμε. Η στερηά δε με σήκωσε.

Περνούσαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι' από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κ' ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού η αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώριζα.

Αλλ' ο δάσκαλος αυτόν το χαιρετισμό τον έλεγε σχήμα και το σχετικό παράγγελμα ήτο «Κάμετε σχήμαΜας έμαθε και διάφορα πατριωτικά τραγούδια και τα τραγουδούσαμε όταν μια φορά τη βδομάδα μας οδηγούσε κάτω στα λιβάδια και περνούσαμε απόγεμα με γυμναστικά παιγνίδια.

Χριστέ μου, προσκυνώ σε, του ξένου μας στη ξενιτιά αρρώστια μη του δίνης. Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει μεγάλη πάστρα, θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, θέλει αδερφές ολόγυρα να τον καλοτηράνε... Στην Κυρίαν Ψυχάρη. Τρεις ώρες θα περνούσαμε την άσωτη εκείνη κλεισούρα, προτού ν' ανεβούμε ψηλά προς το Βελούχι, όλοι οι στρατοκόποι.

Δεν σκέπτεσαι, κόρη μου, ότι είμεθα φτωχοί άνθρωποι, ούτε θυμάσαι πόσα μας έχει δώσει αυτό το παιδί και πώς θα περνούσαμε τον περασμένο χειμώνα αν η Αφροδίτη δεν μας τον έστελνε; ΦΙΛ. Μπα, και γι' αυτό θ' ανέχωμαι να με προσβάλλη; ΜΗΤ. Καλά να θυμώσης για τις προσβολές, αλλά να μη τον προσβάλλης και συ.

Θα πηγαίναμε στο «τσαρσί», θα βλέπαμε το τουρκολόγι να βράζη, — θα τρώγαμε ίσως κ' ένα μπουρέκι. Και κατεβαίνοντας στον πιο πολιτισμένο το Γαλατά, θα περνούσαμε να δούμε και κανέν' αργαστήρι που φτειάνουνε γαζέτες. Για το πρώτο δεν πολυλυπούμαι. Το τουρκολόγι το είδαμε και στο χωριό. Μα λυπούμαι που δεν προφτάξαμε ν' ανταμώσουμε και κανέναν Πολίτη Συντάχτη.

Μ' έπιασε, μ' έπιασε ο Χάρος και με βαστά. Πέντε παρά κάρτο!...» Ξύπνησα τότες με τα σωστά μου. Είταν η ώρα οχτώ. Είχα φανταστή στον ύπνο μου μέσα πως ξυπνούσα. Κοντέβουν τώρα δέκα χρόνια που είδα το φοβερό αφτό τόνειρο και τόγραψα αμέσως το πρωί, να το θυμούμαι. Τι καλά που περνούσαμε τότες στο σπίτι μας στην εξοχή! Ζούσε ο καλός μου ο παπούς. Πρόπερσι πέθανε ο καημένος, εκατό χρονώ γέρος.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν