United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΟΡΟΣ Το ίδιο λέει κ' η φήμη του ΙΩΝ Αν κάνατε θυσία με ιερό ψωμί, μπροστά στης πύλες του ναού του, και κάτι τι γυρεύετε να μάθετε απ' το Φοίβο, περάστε μέσ' στο ιερό• μ' αν δεν έχετε σφάξη αρνιά, δεν θα περάσετε μέσ' στου ναού το βάθος. ΧΟΡΟΣ Κατάλαβα• και του θεού το νόμο δεν πατώ• θα μείνω εδώ και θα θωρώ αυτά που είν' απ' έξω. ΙΩΝ Ό,τι μπορεί το μάτι σας να βλέπη, ας το βλέπη.

Ρωμιό μ' έκαμε ο Θεός, ρωμαίικο χώμα πατώ, ρωμαίικο αέρα ανεσαίνω, — πώς θέλετε να τα χωνεύω τα ολόστεγνα ξεροπέτσια που μου ξεθάβετε! Με τη μασιά τα παίρνω και τα πετώ, και ή μου δίνετε όσα η καρδιά μου γυρεύει κι ο νους μου ονειρεύεται, ή πεθαίνω από την ατροφία.

Όταν εξηρχόμουν, ο λαός μ' επροσκύνα και μ' εθεώρει ως θεόν και έτρεχαν πατείς με πατώ σε διά να με δουν, άλλοι δε ανέβαιναν εις τις στέγες και εθεώρουν ως σπουδαίον κατόρθωμα να ίδουν από κοντά το αμάξι μου, τον μανδύαν μου τον βασιλικόν, το διάδημα και τους προπορευόμενους και ακολουθούντας δορυφόρους.

Ακόμα λίγη ώρα, και ζύγωναν, και τους έπιαναν όλους τους κακόμοιρους τους νησιώτες. — Τράβα κατά το γιαλό, φωνάζει ο Παναγής. Ίσια στο γιαλό! Έτσι μπορεί να τσακώσουμε καμιά βάρκα. Κατεβήκανε στο γιαλό. Πατείς με πατώ σε όπου τύχαινε βάρκα. Ανέβαιναν ως τα μεσούρανα οι φωνές. — Μωρ' αυτή η δουλειά δε θα βγη πέρα έτσι, λέει της Μαριώς ο Παναγής.

Δεν είνε το πάτημα σύμφωνο με το πόδι μου, παρεπονέθη τότε· μου έρχεται μακρύτερο, και δεν ημπορώ να πατώ κάτω στερεά. Πρόθυμος η γειτόνισσα έφερεν αμέσως το πάτημα του εργαλειού ακριβώς εις όσον μάκρος εχρειάζετο. — Ωραία τώρα πηγαίνει, είπε και ξαναήρχισε.

Κι ο κόσμος πόπαιρνε τη δροσιά του, άλλοι περπατώντας του μάκρου της ακρογιαλιάς, άλλοι καθισμένοι στα μικρά καφενεδάκια, κοσμάκης επαρχιώτικος, υπαλληλία ντόπια και Σαλωνίτικη, νοικοκυροσύνη, εμπόριο, χτηματοσύνη, άλλοι που έμειναν μήνες στην Ιτιά για τα λουτρά τους, για τα χτήματά τους, κι άλλοι που έρχουνταν κάθε βράδι με τ' αμάξια για ν' αναπνεύσουν λίγη θάλασσα, όλοι τους έτρεχαν πατείς με πατώ σε προς τα ψάρια, ενώ ανάμεσα στη βοή και στην αντάρα τους, αντηχούσε δύο βήματα παρέκει η βροντοφωνή του παιδιού του καφενείου.

Πέφτουν καταπάνω σ' ένα σώμα Βασιλικό ιππικό, πατείς με πατώ σε. Παίρνουν κατόπι από δίπλα ταριστερά της πεζούρας, τους κουβαριάζουν, και τους σπρώχνουν κατά το κέντρο. Ζουλήγουνται όλοι τους πήττα. Του κάκου φώναζαν οι αξιωματικοί· όλος ο στρατός κατάντησε φοβερή μάζα. Βλέποντας το Βασιλικό το ιππικό πως ελπίδα σωτηρίας δεν είχε, ξεκόβουν. Κατάλαβαν τότες οι πεζοί το τι κακό τους πρόσμενε.

Ημέρα νύχτα δεν μπορώ, Ποτέ ανάπαψι να βρω· Θρηνώ παντοτεινά μου Τα θλιβερά γραφτά μου. Ίσκιος στον κόσμο περπατώ, Και μήτε ξέρω που πατώ. Καθένας που με βλέπει Να με λυπιέται, πρέπει. Λύπης εγίνηκα πηγή· Και η βαθιά μου συλλογή, Μαζί μου πάντα μένει, Ποτέ δεν ξεμακραίνει. Νου δεν ποτάζω παντελώς· Παραλαλώ σαν ο τρελός. Ξεχωριστά παθαίνω, Και πάλι δεν πεθαίνω.

Και αν δεν σ' εύρω, αν δεν σε ίδω πλέον, αν σε χάσω διά πάντοτε, Αϊμά, είξευρε ότι δεν δύναμαι πλέον να ζω και ότι ο κόσμος είνε μαύρος δι' εμέ, μαύρος ο ουρανός, ο οποίος με σκεπάζει, Αϊμά, μαύρη η γη, οπού πατώ, μαύρον το φως που με φωτίζει, όλα μαύρα, κατάμαυρα. Από σε περιμένω το φως, από σε την δρόσον, από σε τον αέρα, Αϊμά, και χωρίς εσέ όλα είνε σκότος, όλα βάσανος, και όλα κόλασις.

Και τόρα πλέον ας αφήσωμεν τους θεούς δι' όνομα θεού, διότι εγώ τρομάζω να συζητώ δι' αυτούς. Από τα άλλα ονόματα όμως πρότεινέ μου ό,τι θέλεις, και τότε βλέπεις ποίου είδους είναι το άρμα του Ευθύφρονος εις το οποίον πατώ. Ερμογένης. Μάλιστα θα κάμω την γνώμην σου, αλλά ένα ακόμη θα σε ερωτήσω περί του Ερμού, και τούτο διότι ο Κρατύλος λέγει ότι εγώ δεν είμαι Ερμογένης.