Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Τους πήραν κάβο μερικοί κάτω απ’ το δρόμο και τους ρίχτηκαν κι αυτοί με λύσσα. . . Κοντοστάθηκε το ρέμα του κόσμου στο πεζοδρόμιο . . . Δυο φίλοι του Νίκου που περνούσανε μέσα σε μια παρέα τονέ γνώρισαν απάνω στο παράθυρο και σταθήκανε: Νίκο!

Καλως τακάνετε! καλησπέρα, Θανάση με τη φαμίλια σου!, έκραξεν ο Λάμπρος με την λιγυράν και θωπευτικήν φωνήν του και με την μελισταγή ευπροσηγορίαν του. — Καλως τον κυρ-Λάμπρο με την παρέα του. — Ε; είμαστε για νάμαστε; — Μα βέβαια . . . Εσείς δεν εφανήκατε κανένας σας, ούτε σεις, ούτε οι άλλοι . . . Είπα κ' εγώ μαθέ, γιατί δε μου μιλεί κανένας; . . . Να μη μ' πη κανένας ένα λόγο; . . .

Α δε βρω να την πουλήσω να κάμω χαρτσ'λήκι, την ξεφαντώνουμε κανένα μεσ'μέρι με την παρέα, εδώ. — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ισχυρογνώμων ο Στάθης. . . . Ελάτε, παιδιά, να μη χασομερούμε. Έφεραν μακρόν σχοινίον δέκα οργυιών. Έδεσαν την μίαν άκρην εις μέγαν κορμόν πελωρίου σχοίνου, βάλλοντος δίπλα εις το παρεκκλήσιον.

Ο Μίμης κιτρίνισε, όπως το συνείθιζε άμα ταραζότανε, μάλιστα για κορίτσι: Μπας και τη λένε Λιόλια; είπε- Αυτό νακούγεται! η Λιόλια, η περίφημη!-πετάχτηκ’ ένας απ’ την παρέα. Ποιος μας τάλεγε τις προάλλες ; Τούρθε πολύ άσχημα του Μίμη. Τα θυμήθηκε όλα.

Όλο και κύτταζε κατά την πόρτα· μα ψυχή δε φαινότανε. Ήρθανε κάναδυο παρέες. Κάνανε να του πιάσουν κουβέντα: — Μπα! μονάχος, Μπαρμπα-Δημητρό! Τι την έκανες την παρέα σου; Τίποτε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ούτε γύρισε να τους κυττάξη. «Τι τις θέλεις τις κουβέντεςέλεγε μέσα του. «Ας τους να λένε». Μπήκε άλλος. — Καλημέρα, Μπαρμπα-Δημητρό. Ο Μπαρμπα-Δημητρός τίποτε.

Τώρα, εδώ και δυο μέρες ούτε που το αναφέρει.» «Αλλά εδώ και δυο μέρες δεν τον βλέπουμε σχεδόν καθόλου. Βρίσκεται πάντα με τον Πρέντου και την παρέα.» «Ας τον αφήσουμε να διασκεδάσει», είπε ο Έφις. Έξω από την πόρτα φαινόταν η Καλίνα που καθόταν ασυνήθιστα άπραγη στην πέτρα της και η Γκριζέντα με το μωρό στην αγκαλιά, χλωμή και θλιμμένη κοίταζε το μπαλκόνι του παπά.

Ο Λούκας κ' η παρέα του, με τους γάντζους και με της απόχες, θα κατώρθωναν πολύ μεγαλείτερες δουλειές, αν ήτον εύκολον να φέρουν από τον λιμένα της βάρκες των εις το μέρος εκείνο.

Αμέσως γύρισε, λέγοντας ότι τρεις δερβισάδες, μονόφθαλμοι από το δεξί μάτι, και με ξυρισμένο το κεφάλι, το πρόσωπο και τα φρύδιά τους παρακαλούν να τους δεχθούν, μια και είναι νεοφερμένοι στην Βαγδάτη, και είχε πέσει η νύχτα. «Δείχνουν να έχουν καλούς τρόπους» πρόσθεσε, «αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε τι παράξενη όψη που έχουν. Σίγουρα η παρέα τους θα μας κάνει να ξεσκάσουμε».

Έτσι έλεγε: — Εδώ είναι ένα σχοινί, εκεί ένας Μάκαρας, εκεί ένας κόμπος, εκεί ένας χαλκάς, εκεί.,, Δε μπορούσε να καταλάβει, και κύτταξε το ίδιο το πράγμα. Ήταν ο σκούφος ενός θερμαστή που κοιμότανε πάρα πέρα. Άκουε τις ομιλίες των ναυτών. — Κι' άλλη τρίλλια. Μια παρέα έπαιζεν από κάτω. Ύστερα: — Θα κινήσω πάντα λίθον.,, Δυο υπαξιωματικοί μιλούσανε για τους προβιβασμούς τους.

Κι αμέ δε θυμάσαι, καημένη, τότες που ήρθ' ο Γληγόρης μου από τη ξενιτειά, τι κακό έγινε ώσπου να μου πάρη το πρώτο φιλί; Σαν τρελλός με κυνηγούσε μες στην αυλή. Η παρέα τριγύρω, και γω με το δίσκο στα χέρια να χώνουμαι από δω κι από κει, ώσπου πρόβαλε στη μέση η θεια μου η Βαρβάρα και φώναζε πως αυτά μαθές δεν ταιριάζουνε σε τιμημένα κορίτσια. Περμ.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν