United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ώρα δεν περνάει, Κι' ακούγεται η βροντερή Του Λάμπρου του Τζιαβέλλα Και αγριόβραχνη φωνή: « Παιδιά! . . . Τη φουστανέλλα » Κυτάξατέ μου, τη λερή, » Τι βόλια έχει φάει . . .»

Αλλ' όταν άπαξ εγνώσθη και απεδείχθη, ότι είχε &καλό χέρι&, τότε όλαι αι γειτόνισσαι, συγγενείς, παροσυγγενείς, κολλήγισαι ήρχισαν να την πολιορκούν. Είχε πάρει &καλό όνομα& ότι της &εζούσαν τα παιδιά&, όσα ανεδέχετο εκ της κολυμβήθρας. Είνε δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νοννά «&να της ζουν τα παιδιά&», όσον και ιερεύς «&να πιάνη το διάβασμά του&».

Με την ευκή μου, παιδιά μου, με την ευκή μου να είνε, κι ας τονε σκεπάζουν κάποτες τον ήλιο και σύννεφα. Κωστ. Μαννούλα, τι λες; Άσπρη μέρα μας ξημερώνει και σύννεφα βλέπεις; Καλώς να σε βρω, χρυσή μου γριά, ίσως και μας ξανάμπη στον τόπο της η καρδούλα σου. Δέσπω. Καλώς να ορίσης, αγώρι μου. Με τις υγειές σου και καλώς όρισες, Κωσταντή μου, και να σε χαιρούμαστε, χρυσέ μου γαμπρέ.

Όταν δε τα εξ αυτής γεννηθέντα παιδία ηνδρώθησαν, η Έχιδνα κατ' αρχάς τοις έδωκεν ονόματα, και τον μεν ωνόμασεν Αγάθυρσον, τον δε δεύτερον Γελωνόν και τον νεώτατον Σκύθην. Έπειτα ενθυμήθη όσα τη παρήγγειλεν ο Ηρακλής.

Είνε άλλοι που σκοτώνονται ν' αποκαταστήσουν τις ανηψάδες τους, τις κουνιάδες τους, τις ξαδέρφες τους, τις πιο μακρινές τους συγγενίδισσες. Αυτός, μ' όλες του τις γνωριμίες, μ' όλη την υπόληψη που είχε στην ενορία, με όλα τα μέσα του τίποτε δεν έκανε. Ένα βράδυ, που καθόντουσαν μόνοι στο τραπέζι, ύστερ' από το φαγί — η παπαδιά και τα παιδιά είχανε πάει να κοιμηθούνε — η Ταρσίτσα δε βάσταξε πια.

Όλα είναι φρέσκα, αθώα και όμορφα όπως όταν είμαστε μικρά παιδιά και το σκάμε από το σπίτι για να τρέξουμε μέσα στον υπέροχο κόσμο. Η εκκλησία ήταν ανοιχτή, εκείνες τις μέρες της σαρακοστής, και ο Έφις πήγε να γονατίσει στη θέση του, κάτω από τον άμβωνα. Η Μαγδαληνή κοίταζε, χαρούμενη κι αυτή, σαν ισπανίδα κυρία, φιλοξενούμενη των Βαρόνων, που έχει βγει στο μπαλκόνι του Κάστρου.

Σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, δέκα ή δεκαπέντε τον αριθμόν, εισέβαλλον εις την αυλήν, έτρεχαν εδώ-εκεί, εχοροπηδούσαν, εκυνηγούντο γύρω-γύρω εις την καρούταν, έπαιζον το κρυφτάκι, έσκυπταν εις το φρέαρ.

Κρατείτη ζώνη τα κλειδιά που πήρε από το Κούγγι Όταν τον έφαγε η φωτιά. Αχτίδαις τα μαλλιά του Τα γένεια σπίθαις και καπνός. Οι πέντε του συντρόφοιτον ώμο τους τονέ βαστούν. Ανέμιζαν τριγύρωτο φοβερό καλόγερο παιδιά βυζασταρούδια, Αγράμπελαις που εφύτρωσαντο βράχο του Ζαλόγγου, Καθένα τούχε η μάνα τουτην τραχηλιά της ρόδο.

Πέρασε πολλή ώρα όσο ναλλάξουμε τη θέση μας, μα όταν το κάναμε σηκώθηκε η Έλσα κι άναψε όλα τα φώτα, σα να είχαμε γιορτή. Έπειτα φώναξε τα παιδιά μέσα κι όλα ήρθανε σιωπηλά και ξαφνισμένα και δε χρειαζόμαστε να τους εξηγήσουμε τίποτε.

Υπέθεσε προς στιγμήν ότι ίσως τα παιδία έκαμνον, τρέχοντα, τον γύρον του δάσους και θα επέστρεφον από του άλλου μέρους, οπόθεν ηκούετο τω όντι μικρόν γαύγισμα.