Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Αχ! δόσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια! Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα: — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...
Περπάτησα στο κατάστρωμα και είδα μερικούς Έλληνες, που είχαν ξυπνήσει να δουν, με κανέναν πόθο ίσως, τα Δαρδανέλια και την Πόλη . Ήταν και μια Ρωσίδα φουσκωμένη, που κοίταζε με βουλιμία. Κοίταζαν και δυο Αμερικάνοι με απλοϊκή περιέργεια.
Κι' όπως στην πολυτάραχη ακρογιαλιά το κύμα δίχως πλακώνει ανακοπή, βοριάς σαν το ξυπνήσει, και πρωταρχύς στο πέλαγο φουσκώνει, μα κατόπι σπάει στην ξηρά μουγκρίζοντας, κι' ολύγυρα στους κάβους 425 θεριέβει καθώς έρχεται κορφοστρογγυλωμένο, κι' όξω απ' τα σπλάχνα του ξερνάει της θάλασσας την άχνη· έτσι και τότε απανωτοί των Αχαιών οι λόχοι μ' απόφαση να παν ομπρός στον πόλεμο κινούσαν.
Ο Δούκας Χοέλ και ο Καερδέν παρέταξαν αμέσως τα πρώτα τμήματα των ιπποτών, μπρος στης πόρτες των τειχών. Άμα έφθασαν σε απόστασι τόξου, σταμάτησαν τάλογα, με τα κοντάρια χαμηλωμένα, ενώ σαν βροχή του Απρίλη έπεφταν απάνω τους τα βέλη. Ο Τριστάνος ωπλιζότανε κι' αυτός με κείνους που τελευταία είχε ξυπνήσει ο φρουρός.
Πρωί, μόλις είχε ξυπνήσει ο παππούς, η Φωτεινή επέστρεψεν από την πόλιν. — Σήκω, παππού, του εφώναξεν, έφερα τα υποδήματα! Ο παππούς δεν ήξευρε τι πρώτα να θαυμάση, τα ωραία και στερεά υποδήματα ή το πρόσωπον της εγγονής του, το οποίον έλαμπεν όλον από χαράν.
Την ώραν εκείνην υπήρχον εντός της αυλής μόνον δύο ή τρία κοράσια, τα οποία δεν εθορύβουν κι' αυτά ολιγώτερον από τα παιδία. Αφότου μάλιστα είχεν ιδρυθή εις το χωρίον σχολείον των θηλέων, τα κοράσια είχον μεγάλως ξυπνήσει.
Η υπηρέτρια που μ' άκουσε κάτι να μουρμουρίζω, κοντοστάθηκε και ξαναείπε δειλά: — Μη βιάζεσαι, αφέντη. Αυτός, που σε γυρεύει, δεν είνε και πολύ κύριος... Δε βρήκα ούτε τη δύναμι να γελάσω. Πέρασα βιαστικά τα ρούχα μου και βγήκα στο γραφείο. Προτιμούσα να με είχε ξυπνήσει ο χαλασμός του κόσμου, απ' το υποκείμενο, που παρουσιάστηκε πρωί-πρωί, μπροστά στα μάτια μου. — Εδώ είμαστε πάλι!
Κι' έτσι ήβγε να ξυπνήσει τον αδερφό του, π' όλους τους στην εξουσία περνούσε τους Αχαιούς, και σα θεό τον λάτρεβε το πλήθος. Κι' εκεί τον βρήκε, στ' ακρινό καράβι του από δίπλα, 35 πούβαζε τ' άρματα· κι' αφτός χαρούμενος τον είδε.
Ένα αηδονάκι, που είχε ξυπνήσει απ' το φως του φεγγαριού και τίναζε τις φτερούγες του απάνω στο ψηλό κλαδί, ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της είπε με ψιλή φωνούλα: — Άδικα κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα. Ο καλός σου δεν σ' ακούει, γιατί ο καλός σου δεν είν' εδωπέρα. Η όμορφη χήρα ξαφνιάστηκε από τη φωνούλα του αηδονιού. — Καλό μου πουλί, του είπε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν