United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι από τη χλαλοήν αυτή τη μεγάλη και αφ' το πολύ το σημανταριό ξαφνισμένα τα ορνίθια ξύπναγαν στην κούρνια τους και φώναζαν κι αυτά πάρωρα. Και πίσω πίσω οι δημογέροντες του χωριού με τες κραυγές και με τα βιολιά, από ρούγα σε ρούγα κι απ' αυλόπορτα σ' αυλόπορτ' ανηφορώντας, ξύπνιζαν κ' έπαιρναν ομπροστά όσους δε δυνήθηκαν να ξυπνίσουν η καμπάνες.

Ο Μελιγκόνης τράβηξε το ρούμι του, έτριψε τα χέρια του δυνατά και πετάχτηκε να φύγη. — Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται. Έκαμε να τραβήξη μπροστά και στάθηκε. — Πεφάνη! Πεφάνη! Και στάθηκε σα χαζός. Ο Πεφάνης πετάχτηκε από το μαγαζί. Τα γεροντάκια τινάχτηκαν απάνω, ξαφνισμένα, απ' τη φωνή του Μελιγκόνη. Στάθηκαν όλοι και κύτταζαν. Δεξιά στη σκάλα του μπρικιού ήλθε η σκαμπαβία με δυο παιδιά.

Ξαφνισμένα μες την αρμονία, που την άφξαιναν, όχι τόσο τω μουσικών η τέχνη, όσο της ώρας η βαθιά σιγή, κ' η μαγική της νύχτας η γαλήνη, επρογκούσαν στα βραχωτά ακρογιάλια γύρω, μες από τις σπηλιές τους τις αθώρητες, τα ολόλαμπρα κ' ερημικά θαλασοπούλια.

Και το τέλος: Άμα σβήστηκες τόσο πονούσες, είσουνα κύκνος και τραγουδούσες. Ούτε πρωτήτερα, ούτε υστερότερα το είχα ακούσει έτσι το τραγούδι αυτό. Ενώ τραγουδούσε ήρθανε τα παιδιά μέσα σιγά και στάθηκαν άφωνα στην πόρτα. Με κοιτάζανε ξαφνισμένα, σα να μην πιστεύανε κι αυτά ό,τι βλέπανε και τους απάντησα μ' ένα νέμα, ενώ τα μάτια μου δακρύσανε.

Τα μάτια του κοιτάζουν ξαφνισμένα τις τελευταίες φλογερές αναλαμπές του ηλιού, που χάνεται στην ήσυχα κυματισμένη θάλασσα. Κάθεται κει με το σαγόνι ακκουμπημένο στο χέρι του, σα να συλλογίζεται κάτι σοβαρό, που δεν μπορεί να το εκφράση με λόγια. Κι όταν τέλος ξέρει πως πρέπει να πάη να κοιμηθή, κρεμιέται στα λαιμό του μπαμπά και παρακαλεί να τον φέρω στο κρεββάτι του.

Κι' από τη χλαλοήν αυτή τη μεγάλη και αφ' το πολύ το σημανταριό ξαφνισμένα τα ορνίθια ξύπναγαν στην κούρνια τους και φώναζαν κι αυτά πάρωρα. Και πίσω πίσω οι δημογέροντες του χωριού με τες κραυγές και με τα βιολιά, από ρούγα σε ρούγα κι απ' αυλόπετρα σ' αυλόπορτ' ανηφορώντας, ξύπνιζαν κ' έπαιρναν ομπροστά όσους δε δυνήθηκαν να ξυπνίσουν η καμπάνες.

Μ' ακούει με ξαφνισμένα, αστραφτερά μάτια κ' έπειτα από πολύν καιρότόσο πολύ που δεν μπορώ πια να θυμηθώ τι είπαμου διηγιέται πως ο Σβεν κάθησε στο κρεββάτι της, ντυμένος το καινούριο άσπρο του φόρεμα με τη γαλάζια κορδέλα, και της είπε: — Μαμά, δεν πρέπει να κλαις τόσο πολύ για μένα. Με πονεί το κεφάλι όταν κλαις. Ακούω αυτά τα λόγια και τα παίρνω σαν έναν καλό οιωνό.

Μισοσηκωμένη στα προσκέφαλα του κρεββατιού με το λαιμό και τα στήθη ολόγυμνα, με τα μαλλιά μπερδεμμένα στο κεφάλι, τα μάτια άγρια και ξαφνισμένα, φαίνουνταν εκεί μέσα στ' αδιάκοπο πλημμύρισμα της κάμαρας από τ' ωχρό αστραποφώτισμα, σαν φάντασμα.

Πέρασε πολλή ώρα όσο ναλλάξουμε τη θέση μας, μα όταν το κάναμε σηκώθηκε η Έλσα κι άναψε όλα τα φώτα, σα να είχαμε γιορτή. Έπειτα φώναξε τα παιδιά μέσα κι όλα ήρθανε σιωπηλά και ξαφνισμένα και δε χρειαζόμαστε να τους εξηγήσουμε τίποτε.

Με κοίταξε με μεγάλα, ξαφνισμένα μάτια: — Δεν μπορείς να πιστεύης, όπως πιστεύω εγώ Γιατί έχεις κιόλας κάποιο δισταγμό αν είναι δυνατό, είπε. Εγώ όμως το ξέρω και δεν έχω κανένα δισταγμό. Μια ανάμνηση ξύπνησε μέσα μου, η ανάμνηση της ώρας, που μου παραπονέθηκε πως την έκαμα να χάση την πίστη, που είχε στην πραγματικότητα την έξω από το αισθητό.