Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Δύο δύο πάντα στη γραμμή, ετρύπωναν μες το δωμάτιό τους, διαβαίνοντας κάτω από τ' αστραφτερό λεπίδι, πουτόπαιζε ρομφαία φοβερή απάνωθέ τους ο Βλαχογιώργος, στεκόμενος, μπόγιας σωστός, στην πόρτα τους απόξω, με τους φαντάρους πλάι του που έτρεξαν και αφτοί στο ξαφνικό του πρόσταγμα.
Πλήθος αυλάκια αφρόδροσα, οπ' έρχονται από τα κεφαλόβρυσ' απάνου κι οπ' αυλακώνουν εδώ κ' εκεί ολούθε τα πλάγια εκείνα, ξύπναγαν στα πατήματα του λιθοφορτωμένου κόσμου και με τα τρυφερά τους μουρμουρητά έλεγες ότι τόνα ρωτάει τάλλο, νυσταγμένο το μαύρο ακόμα, για το ξαφνικό εκείνο και παράωρο ποδοβολητό του λαού.
— Άλλα δέκα, άλλα είκοσι χρόνια θα ζούσε ο μακαρίτης, έλεγε η Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, αν δεν τουρχότανε το ξαφνικό. Ακούστε, που σας λέω! Απ' όσα του ήτανε γραφτό να ζήση, άλλα τόσα! Μα ο Χάρος που του μαγείρεψε το μαντζούνι, του το πήρε, βλέπεις, απ' το στόμα του. Δεν αξιώθηκε να χαρή το μαύρο πουκάμισο ο παληόγερος. Θεέ μου, συχώρεσέ μου...
Τον επόνεσε η καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτε· — Τακούω να λες! ξαναείπε μ' έναν αναστεναγμό. Ο φονιάς, με τα γλυκά γαλανά μάτια, με κύτταξε κάμποση ώρα κατάματα και ξανάρχισε, τινάζοντας το τσιμπούκι του στο χώμα. Τώρα τα λόγια του ήτανε πιο ζωηρά και το πρόσωπό του κατακόκκινο: — Θέλεις τώρα να μάθης πώς έγινε το ξαφνικό; Βέβαια, δεν το χωράει ο νους σου.
Και σε παρακαλώ τους φόβους σου και τ' άλλα κουροφέξαλα να τ' αφήσης κατά μέρος. Δε σου λέω τίποτ' άλλο παρά μόνο πως αυτή η εργασία πρέπει να τελείωση όσο το δυνατό γληγορώτερα. Πρέπει να τελειώση. Όπως ορίζετε, κ. εργοστασιάρχη. . Όσο για μένα ένα γλήγορο ανέβασμα, ένα ξαφνικό τίναγμα στ' αψηλά, στον αέρα, ίσως να είν' ένας θρίαμβος, μια νίκη. Στο μεταξύ ο μηχανικός φεύγει.
ΑΣΤ. Και γιατί μουρέ; δεν ατζιτάρεις γιαμά να πας α ρέστο, γιατ' είσαι λογοθέτης; ξαφνικό να σ' ούρτη!!
Τόσο γκαρδιακά την είχε παρμένη την τύχη του αδερφού του στα χέρια του, από τότες που του προξένεψε τη Βασιλική για γυναίκα, και τους νοιαζότανε και τους δυο σαν παιδιά του, να μη βρέξη και να μη στάξη, χήρος όντας αυτός και δίχως παιδί. Θάμα μα την αλήθεια που δεν του ήρθε και ξαφνικό. Όλα τα δαιμόνια της υποψίας ξυπνήσανε μέσα στον ταραγμένο του νου και τούσφαζαν άντερα, συκώτια, καρδιές.
Ψέλνει ο παπάς, ξορκίζει· σκύφτουν οι χωριανοί, τηράνε. Ήταν ζεστός ακόμα ο δύστυχος. Τον πιάνουν άλλος από τα χέρια και άλλος από τα πόδια, γέρνουν πάλι στο χωριό. Γέρνουν στο χωριό, τον παν στο σπίτι του. Σαν τον επήγαν σπίτι του, πάει κι ο παπάς απόκοντα, τρέχει κι όλο το χωριό να ιδή και να μάθη τι ξαφνικό ήταν τούτο. Πιάνουν και τόνε σταίνουν ορθό σε μιαν άκρη το μαβρο-Λίακα.
Ακόμη και η γυναίκα φοβήθηκε από την ερημιά και τον ξαφνικό θάνατο. Έβαλε τα κουτιά επάνω στο κεφάλι της και είπε: «Πρέπει να φύγω. Θα ειδοποιήσω το γιατρό στο Νούορο.» Κι έτσι ο Έφις απόμεινε μόνος, ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο και στον τυφλό. «Ο σύντροφός μου υπόφερε από καρδιά», έλεγε ο ζητιάνος. «Τις τελευταίες ημέρες ήταν άρρωστος, αλλά κανείς δεν το πίστευε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν