Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Έμεινα εκεί περισσότερο από ένα μήνα, Έφις, καταλαβαίνεις: σαράντα μέρες. Με γιάτρεψαν, προσπάθησαν να με ξαναβάλουν στη δουλεία, αλλά ήταν δύσκολο επειδή όλοι ήξεραν πια την ιστορία μου. Έπειτα κι εγώ ήθελα να φύγω μακριά, πέρα από τη θάλασσα. Το τι τράβηξα όλον εκείνο τον καιρό κανείς δεν μπορεί να το ξέρει.

Δεν είμαι σε θέση να παντρευτώ: είμαι ένας κουρελής, έχω άλλες υποχρεώσεις εγώ και το ξέρεις. Κοίταξε λοιπόν, μπορώ να μιλήσω μπροστά σ’ αυτόν τον άνθρωπο που ξέρει τα πάντα για μένα, όπως εσύ, και με συμπονά. Εγώ πρέπει να πληρώσω το χρέος από τις θείες μου. Γι’ αυτό ήθελα να πεθάνω, επειδή η απελπισία ξεχείλισε την καρδιά μου.

Το αγΚαλίασμα εκείνου του άγνωστου άντρα που ήρθε ποιος ξέρει από πού, από τους δρόμους του κόσμου, της προκαλούσε έναν αόριστο φόβο, γνώριζε όμως καλά τις υποχρεώσεις της φιλοξενίας και δεν μπορούσε να τις παραβεί. «Μπες μέσα. Θέλεις να πλυθείς; Θα ανεβάσουμε μετά επάνω την βαλίτσα. Θα φωνάξω μια γυναίκα που μας υπηρετεί….. Τώρα είμαι μόνη στο σπίτι….. και δεν σε περίμενα…..»

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Λοιπόν το βλέπεις τι καλό πούν' η παιδεία; Δεν υπάρχει, Φειδιππίδη, Ζευς. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Σ τ ρ ό β ι λ α ς , οπού τον Δία πέταξε και τούτος άρχει. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μπα! παραλαλείς; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ο Σωκράτης ο Μ η λ ι ό ς και ο Χαιρεφών, που ξέρει να μετράη του ψύλλου αχνάρι ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Και η ζούρλια η δική σου τέτοιον δρόμον έχει πάρη, πουεκείνους να πιστέψης τους υποχονδριακούς;

Τον κόσμο χαλάνε στην πίσω την ενοριά. Στεφ. Είμαι για ταξίδι και γω. Και γω για τη χώρα. Πάμε μαζί. Πόσα είνε ταγώγι σου; Κερ. Αφεντικό, παζάρια δεν κάνω. Το ξέρεις το ζω μου. Σαν κοκκώνα πηγαίνει. Παραπάτημα τι θα πη δεν το ξέρει. Είν' από σόγι κι αυτό. Ο κύρης του είταν ο μεγαλήτερος γάδαρος του χωριού. — Στάσου ανάθεμά σε, παλιοψοφήμι! — Παζάρια δεν κάνω, αφεντικό.

Ζηλεύω την παλληκαριά, δεν τη φθονώ σαν άλλους... Κι' όταν εγώτα Γιάννινα, εσέ, το υιό τ' Ανδρούτζου, Του Καραΐσκου το παιδί, το Θώδωρο το Γρίβα, Με τάλογά σας έβλεπα να λάμπετετον ήλιο, Ν' ανεμοστροβιλίζετε, σας εχαιρόμουν, Διάκε, Κ' έλεγα μέσα μου κρυφά, ένας Θεός το ξέρει, Νάμουν εγώ το σύγνεφο και σεις ταστροπελέκια... Καλός καιρός οπούτανε!... Τώρα και σας κ' εμένα Μας άρπαξε το σύφλογο και ξεζευγαρωμένους Μας δέρν' η ανεμοριπή... Θέλεις να ζήσης, Διάκε;...

Και δεν το νοιώθω, και δεν το ξέρω τάχα πως δε μ' αγαπά; Όταν έρχεται και της πιάνω το χέρι, μόλις μου σφίγγει το χέρι. Όταν την απαντώ στη σκάλα, μια ματιά μόλις και φέβγει. Ναι, βέβαια ξέρει και γέρνει στο στήθος μου απάνω το χρυσό της το κεφαλάκι, όταν είμαστε κ' οι δυο μας ολομόναχοι τη νύχτα στην κάμερή της, όταν την έχω και τη βαστώ και τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, όταν είναι δική μου.

Κ' οι καλύτεροί μας συντρόφοι. Αυτοί κι' ο Στρατής. Τον ξέρω και με ξέρει. Του μιλώ και μου μιλεί, Μαλλώνομε κι' αγαπίζομε. Ως που να κλείσωμε τα μάτια και να χωρίσωμε για πάντα.

Τον καλημέρισε με μια φωνή κομμένη. Ο Αγαθούλης της μίλησε χωρίς να ξέρει τι έλεγε.

Αύτη την ώρα, που συχάζουν τα σπίτια, που δε φάνηκε ακόμη ο νοικοκύρης, τη διαλέγουν οι χαροκαμένες, οι ζωντοχήρες κ' οι φτωχές να πάνε να πούνε δυο λόγια στις σπλαχνικές τους γειτόνισσες. Ποιος ξέρει πόσην ώραν την κρατάει την αρχόντισσα και της τα λέει αυτά τα δυο λόγια! Κι αυτή την ακούγει με υπομονή, και τη συμπαθεί μ' έναν πόνο, που λες κ' είναι αυταδέρφη της.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν