United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κανένας μας δεν καταλάβαινε την καρδιά του αλλουνού. Σε λίγο αναστέναξε, τράβηξε πάλι το τσιμπούκι, πέταξε ένα σύννεφο στο νταβάνι και μου είπε: — Άκουσε να σου πω μιαν ιστορία... — Άνοιξέ μου την καρδιά σου, Καπετάν Γιάννη. Πες μου τα όλα. Ποιος το ξέρει; Κι' ο φονιάς έχει καμμιά φορά το δίκηο του. Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν εμάς. Μπορεί να σε γλυτώσωμε. — Δε θέλω να γλυτώσω, είπε.

Τώρα μονάχα πρέπει λοιπόν να σημειώσουμε, πως το χάρβαλο κράτος το Ελλαδικό, είναι προσωρινό, και έγινε για να είναι εργαστήρι, για να κατορθωθεί η ένωση του έθνους. Έχει κανείς καμιάν αντίρρηση για τη λέξη «Χάρβαλο»; Τι θέλει να του ζωγραφίσουμε τα χάλια που ξέρει; Όσο για τη λέξη, «προσωρινό», δε δεχόμαστε καμιάν αντιλογία. Το κράτος αυτό π ρ έ π ε ι να μεγαλώσει.

Ώστε, βλέπεις, είσθε ομοιοπαθείς με τον κύριόν μου. Και διά σας τουλάχιστον, υπομονή, παρετήρησεν ο ξένος, χωρίς να τον μέλη αν προσέβαλλε τον φίλον του, διότι είσθε κοινοί και εργατικοί άνθρωποι και δεν σας κακοφαίνεται και πολύ. Αλλ' εκείνος φιλόσοφος, άρχων, μεγάλος άνθρωπος! ... Βέβαια πολύ θα δυσαρεστήται. — Καθένας το ξέρει, είπεν ο Γύφτος. Χρου!...

Αποκοιμήθηκα ή όχι, ποιος το ξέρει; Μου φαίνεται τώρα πως βλέπω μιαν Ακρόπολη καινούρια, πως βλέπω καινούριους θεούς. Στου Παρθενώνα μας τα σκαλοπάτια κάθουνται γυναίκες πολλές αραδιασμένες· τις προσκυνούν οι καινούριοι θεοί και τις φέρνουν κάτι λουλούδια, που μοιάζει πως αναποδογυρίζει ο ουρανός από μοσκοβολιά.

Κρατούσε στα χέρια της ένα γράμμα και δυο λίρες, δυο λίρες κίτρινες κίτρινες και κατάχρυσες που ποιος ξέρει με τι βάσανα τις κέρδισε και τις απόχτησε εκείνος εκεί πέρα για να τις της στείλη.

Βρε, παιδιά, είπεν ακολούθως ο ναύκληρος. Ποιος ξέρει το Χριστός Γεννάται; Νά, τώρα, που μας χρειάζεται και ο καπετάν- Φαφάνας, καλή του ώρα. Αυτός κάπου 'δω θα φέρνη γύρω,

Ποιος ξέρει με πόσων γυναικοπαίδων σκλαβιά χόρτασες εδώ δα τα βάρβαρα πάθη σου!

Δεν είπαμε εργοστάσιον πίλων; Μήπως ο λαός, ο αμαξάς, το ξέρει αφτό; όχι. Καπελλάδικο το ξέρει· στο καπελλάδικο θα σας πάη. Το εργοστάσιον των πίλων , είναι γραμμένο στο χαρτί από το δάσκαλο. Μα ο λαός, τα τέτοια, τα φορτώνει στον πετεινό. Άλλα πάλε δεν τα ξεχνάει με τον ίδιο τρόπο· τακούει και τα θυμάται.

Στο δωμάτιο της, στο Τινταγκέλ, η Ιζόλδη η Ξανθή στενάζει για τον Τριστάνο και τον προσκαλεί. Να την αγαπάη πάντοτε; άλλη σκέψι δεν έχει, ούτε άλλη ελπίδα, ούτε άλλη επιθυμία. Όλη της η επιθυμία είναι σ' αυτόν, και δυο χρόνια τώρα δεν ξέρει τίποτε από μέρους του. Πού είναι; Σε ποιον τόπο; Να ζη τάχα τουλάχιστον;

Ποιος αθώρητος άγγελος θάρχεται τώρα κοντά μου να με γλυτώνη από αμέτρητους πειρασμούς! Κανένας, κανένας πια τώρα παρά η μάννα μου, και κείνη δεν τα ξέρει πια όλα τα μυστικά βάσανά μου. Την έκαμε ξένη τη μάννα μου το Σκολειό! Πού να το φανταστή ο γέρος πως άνοιξε μπροστά μου τέτοιον γκρεμνό! Χωράτευε με την παιδιακήσια μου την αγάπη, και δεν τόξερε πως με σπάραζε. Μήτ' άλλος κανένας δεν τόξερε.