Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Και θα επιθυμούσε να σκύψει επάνω στο απελπισμένο «παλικάρι» και να του πει: εδώ είμαι εγώ, δεν θα σου λείψει τίποτε! – αλλά δεν κατάφερε άλλο παρά να του προσφέρει πάλι τη νεροκολοκύθα όπως η μητέρα προσφέρει το στήθος στο μωρό της που κλαίει. «Το ξέρουμε δα τι παλιόκοσμος είναι εκεί! Εδώ όμως είναι διαφορετικά, μπορεί κανείς να κάνει και την τύχη του ακόμη.
Οι σοφοί σκύψανε τα κεφάλια τους, με τα μακρυά τους κάτασπρα μαλλιά, οι μάγοι κύτταξαν ταστέρια και, γυρίζοντας κατά τον Ρήγα, του είπαν: «Το παιδί αυτό θα γίνη μεγάλος σοφός και μεγάλος μάγος, μεγαλείτερος από μας». Το μωρό, σαν νάκουσε τα λόγια των μάγων και των σοφών, εκάρφωσε τα μάτια του απάνω στις άσπραις γενειάδες και χαμογέλασε πάλι.
Στην παραμάνα θα το βάλω!.. Άνοιξε πάλι την πόρτα βιαστικός και δρόμο. Αλαφιασμένος πάντα φοβερός, με το μωρό διαμάσκαλα κρυμένο, σα νάταν παλιοκούρελο, κάτω από τη βαριά του κάπα, εγλύστρησε έξω, μέσα στα χιόνια τα πηχτά, που απλώνονταν κάτω από τα βουβά του βήματα. Εχάθη μέσα στα βαθιά τρισκόταδα, που τον αγκάλιασαν περίγυρα, κατάμαβρα σαν την κακούργα του ψυχή...
Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο. Στην αρχή στοχάστηκε, αφού πάρη μοναχά τα σημάδια, ν' αδιαφορήση για το μωρό.
— Άλλοι μας, κι άλλοι μας! ξεφώνιζε η Μιχάλαινα, σέρνοντας τα κόκκινα μάγουλά της με τα δυο της χέρια. Που θα βάλουμε στα σπιτικά μας και την ψυχοπαίδα της γουρουνούς! — Σώνει σου, Βασιλική, γυρίζει και της κάνει ο Πανάγος. Μωρό παιδί δεν είμαι, να με σκιάζης δα και με τέτοιες κοροϊδίες. Κι από μένα καλλίτερα το ξέρεις πούθε έρχεται η Ασήμω. — Ναι.
Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό.
Το θυμώσατε Μικέλι;», το ανθρωπάκι ένευσε πως ναι, αλλά κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία. «Και αυτός με έσωσε, μ’ έβαλε στο κρεβάτι σαν να ήμουν μωρό. Με έδενε όταν έβγαινε. Είχα υψηλό πυρετό, αλλά έπειτα πέρασαν όλα και τώρα είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος. Έτσι δεν είναι Μικέλι; Δεν είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος; Έλα Έφις, μίλησε.
Απ' όλο τ' άλλο του κορμί την έδιωξε, σα μάννα 130 που διώχνει μυΐγα απ' το μωρό σαν της γλυκοκοιμάται· μα το ζουνάρι ναν του βρει την έστειλε, ίσα ίσα εκεί που σμίγανε τα διο χρυσά θηλυκωτήρια με πίσω διπλοτσάπραζο.
Τώρα, εδώ και δυο μέρες ούτε που το αναφέρει.» «Αλλά εδώ και δυο μέρες δεν τον βλέπουμε σχεδόν καθόλου. Βρίσκεται πάντα με τον Πρέντου και την παρέα.» «Ας τον αφήσουμε να διασκεδάσει», είπε ο Έφις. Έξω από την πόρτα φαινόταν η Καλίνα που καθόταν ασυνήθιστα άπραγη στην πέτρα της και η Γκριζέντα με το μωρό στην αγκαλιά, χλωμή και θλιμμένη κοίταζε το μπαλκόνι του παπά.
Τo μωρό άνοιγε το στόμα του να κλάψη, χωρίς να βγάζη σχεδόν φωνή, σα μια κούκλα πούχε χαλάσει ο μηχανισμός της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν