United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως, είμαι της Ανατολής το διαλεχτό μαργαριτάρι κι' έχω εδώ στο στήθος μου ένα ζευγάρι καρπών, να σου δροσίζουνε όταν διψάς το στόμα, και λες με γάλα κι' από μέλι ζυμωμένο είνε μου το σώμα. Η Κλεοπάτρα της Αιγύπτου μια βασίλισσα από ράτσα, δεν είχε καθώς τα δικά μου χέρια και τα μπράτσα.

Στα πόστα σας! προστάζει με άγρια φωνή. Βάλε το τιμόνι στη μπάντα! — Άλα, μόλα γάμπια!... Μπούκα τουρκέτο!... Τρέχουν οι ναύτες θεότρελοι απάνωκάτω· χαρά λάμπει στα μάτια τους! αστραπή τα χέρια εκτελούν τα προστάγματα. Άλλοι στα μπράτσα, άλλοι στις σκότες, άλλοι στα στράλια. Το βάρυπνο ξύλο εξύπνησεν ευθύς ψυχωμένη και αράθυμη Γοργόνα.

Τα λόγια της γραφής μού εφάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τόρα η χήρα του επρόσμενε το δικό μου ξεδούλειο για να κάμη τα κόλλυβά του! Να κάμη τα κόλλυβά του και να συντηρηθή άπορη! Κ' εκείνου το κορμί, τα σιδερένια μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνη τα ψιλόλιγνα κόκκαλα!

Τα πιώτερα φύλλα γλυκόπαιζαν ακόμα τόνα με τάλλο απάνω στους κλώνους. Πλάγιασε η Ασήμω ανάστηθα και ξέννοιαστα, και κοίταζε την ολοπράσινη στέγωσή της, αναγυρισμένα τα δυο της μπράτσα ζερβόδεξα, και τα δάχτυλα μπλεγμένα απάνω στην αναμαλλιασμένη κορφή της.

Έβγαλε τον πορφυρό μαντύα, έβγαλε το πλούσιο σάλι, και τάδωσε κι' αυτά. Έδωσε ακόμη το μπούστο της, και το φόρεμά της, και τα ποδήματά της τα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια. Κράτησε μοναχά επάνω της μια τουνίκα χωρίς μανίκια, και με τα μπράτσα και τα πόδια γυμνά, προχώρησε μπροστά στους Βασιληάδες. Γύρω οι βαρώνοι την κύτταζαν σιωπηλοί, κ' έκλαιγαν. Κοντά στα λείψανα των αγίων έκαιγε φωτιά.

Τον κοίταξε τρομαγμένη, έπειτα κοίταξε την αδελφή της και έτρεξε κοντά της. «Ρουθ, Ρουθ;», την φώναξε χαμηλόφωνα, σκυμμένη επάνω της και σφίγγοντάς της τα μπράτσα. Το κεφάλι της ντόνας Ρούθ έγειρε πρώτα από τη μια μεριά, ύστερα από την άλλη, έπειτα όλο το σώμα της φάνηκε να προβάλλει προς τα εμπρός και να σκύβει για ν’ ακούσει τη φωνή της γης, που την καλούσε κοντά της.

Αλλά του Ξακουστή που εγύριζε τη ρόδα δεν του άρεσε καθόλου η προσβολή κ' ερρίχθηκε στην πρύμη, έτοιμος να πηδήση στην Αιγινήτικη, να δείξη αυτός πώς αναμπαίζουν τους Υδραίους. Ο αναμπαίχτης έτοιμος κ' εκείνος εστάθηκε ολόρθος και τον επερίμενε, να τον σφινώση στα δυνατά μπράτσα του και να τον ρίξη στη θάλασσα. — Ε μωρέ! φωνάζει στην ώρα ο Πίπιζας· τσιμπάει ο βουτηχτής· στη θέσι σου!

Κάτω στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, από το βούνευρο μακριά του σκληρού φύλακά τους, εκοιμήθηκαν κ' εκείνοι μέσα στις βαρειές αλυσίδες, απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπή πως εκοιμήθηκαν! Τα τυρανισμένα κορμιά τους ναι· όχι όμως και η ψυχή τους.

Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο, απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο, σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.

Θυμήσου τον ερημίτη Ογκρίν και τους όρκους που κάναμε. Σώπαινε, ο θάνατος μας τριγυρίζει. Τι με νοιάζει ο θάνατος; Με φωνάζεις, με θέλεις, έρχομαιΓλύστρησε από τα μπράτσα του Βασιληά κ' έρριξε στ' ολόγυμνο σχεδόν κορμί της ένα μαντύα με γουναρικό. Έπρεπε να περάση τη γειτονική αίθουσα όπου κάθε νύχτα δέκα ιππότες αγρυπνούσαν με τη σειρά τους.