Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Είταν πια αρραβωνιαστικιά μου. Από μικρή την αγαπούσα· την ήθελα από μικρή. Είμουν αγώρι, το θυμάσαι, και σου μιλούσα για τη Μοιρίτα. Ότι έγινα άντρας, πήγα να τη ζητήσω.

Και μήπως δεν έφτανε τόσο μόνο; Εγώ που την αγαπούσα, που την ήθελα όλη για μένα, πώς να μείνω, πώς να χαρώ μισή την εφτυχία μαζί της; Και δεν τόβλεπα πως το νόμιζε χρέος της να με πάρη; πως η καρδιά της πολεμούσε και πονούσε; Η καλή μου, η καημένη μου η Μοιρίτα! Δεν έφταιγε εκείνη. Έτσι το είχε φέρει η τύχη.

Ένα χρόνο αλάκαιροτι χρονιά είταν εκείνη! — έζησα... όχι! δεν έζησα, μου φαίνουνταν πως άλλαζε η ζωή μου· ξάνοιγε κάθε μέρα, ξεσκεπάζουνταν κάθε μέρα παραπάνω η ομορφιά κ' η ψυχή της· κάθε μέρα με κάθε καινούριο θησαβρό που μου φανέρωνε, έννοιωθα, σαν την αβγή, αγάπη καινούρια να χαράζη. Είταν η Μοιρίτα δική μου· τι δεν κατώρθωνα, τι δεν μπορούσα να καταφέρω για μια τέτοια κόρη!

Κάθεται πλάγι μου η Μοιρίτα, όταν καθήσω, περπατεί μαζί μου, όταν περπατώ. Η Μοιρίτα, παντού η Μοιρίτα. Κάποτες μου φαίνεται σα να μην είμαι πια τίποτις εγώ, σαν ο ίδιος να μην υπάρχω, σα να είταν όλο μέσα μου εκείνη, σα νάγινε νους μου, αίμα μου, κόκκαλό μου και ψυχή της ψυχής μου. Ένα λόγο να πω ακούω τη φωνή της, ένα κίνημα να κάμω είναι κίνημά της, να γυρίσω να διώ, με τα μάτια της βλέπω.

Καμιά φορά, όταν παν κ' έρχουνται οι λογισμοί, όταν περνά η μέρα και δεν μπορώ άλλο να θυμηθώ παρά την ώρα εκείνη που την αποχαιρέτησα, όταν τη βλέπω που μ' αποχαιρετά και δε μου βγαίνει ο χωρισμός από την καρδιά κι από το νου, τότες μου φαίνεται πως πάλε μ' αφίνει και με μιας θολοσκεπάζεται ο κόσμος, πως κατεβαίνει κατεβαίνει η καταχνιά... Το νοιώθω πως την αγαπώ σαν και πρώτα και το νοιώθω πως είναι αδύνατο να κάμω χωρίς τη Μοιρίτα.

Τότες πια τίποτις δε συλλογιούμαι, τίποτις δε νοιώθω, δε ζω, θυμούμαι τη Μοιρίτα. Ίσως έρθω καμιά ώρα να σε διώ εκεί κάτω, να διώ και λίγη θάλασσα. Την αποθύμησα. Μα ξέρεις που δε μου αρέσει και πολύ πολύ τώρα να σαλέβω. Είναι και κάμποσο μακριά. Κάλλια να μείνω εδώ που καταστάλαξα. Γράψε μου, στείλε μου κανένα βιβλίο νόστιμο, μίλησέ μου, σα θέλεις, και για γλωσσολογία ή και για γλώσσα.

Να με πάρης, να μ' αγαπάς, να μ' έχης σαν παιδί σουΤέτοια μου έλεγε η Μοιρίτα κ' ένας απέραντος πόνος λίγο λίγο, σαν το νερό που σταλάζει, μου γέμιζε, μου έπνιγε την καρδιά. Όχι! δε φοβούμουν! Τι να φοβηθώ; Ταθώο το κορίτσι! Αλήθεια είναι! Μου έδειξε το γράμμα.

Για χατίρι της μόνο έλεγα να γίνω μεγάλος και δόξα να κερδίσω. Εκείνη είταν ο σκοπός μου, είταν ενέργεια κ' ύπαρξή μου. Η Μοιρίτα μ' άκουγε με πόθο, με χαρά, γύρεβε όλο να καθήση μαζί μου, ήθελε πάντα να της λέω πόσο την αγαπούσα, να καταλάβη. Η άτυχη η Μοιρίτα! Νόμιζε και κείνη πως μ' αγαπούσε. Αχ! τι μυστήριο είναι αφτό! Χωρίς ίδια της να το ξέρη άλλονε αγαπούσε, όχι εμένα.

Δεν τη θυμάσαι τη Μοιρίτα με τα μάβρα της τα μαλλιά, με τα ήσυχα τα μάτια, με το σοβαρό, το γλυκό πρόσωπό της, με ταθώα της τα χείλια, τη μελαχρινή, τη σιγανοπερπάτητη κόρη; Τι αμηχάνεφτη, τι απονήρεφτη που είταν! Τι ουράνια καλοσύνη που την είχε! Και την ώρα εκείνη που όλα μου τα είπε, ήξερε ακόμη να μαλακώση, να χαδέψη τον πόνο μου τρυφερά.

Κάποτες μου έρχεται σα να κατεβαίνω κάτω βαθιά, δεν ξέρω πού, και δεν μπορώ να σταθώ· κι ο κατήφορος είναι μια γλύκα, σαν το βελούδο μαλακός· στράφτει ο ήλιος και φαντάζουμαι τότες πως κολυμπώ στις αχτίδες του μέσα· όλα τα ξεχνώ, βλέπω μόνο τη Μοιρίτα και θαρρώ πως βυθίζουμαι, αγάλια αγάλια, σε καμιάν άβυσσο γεμάτη φως, θαρρώ πως ξανοίγει μπροστά μου κανένας ήσυχος, ολόφαιδρος τόπος, ηλιολουσμένος, που δεν πονεί η καρδιά μου.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν