Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Κατόπιν ήλθε και η κυρά-Μιχάλαινα, κατηφής πρώτην φοράν, με την λαμπάδα της εσβεσμένην και ανεόρταστος, χωρίς να σημειώση επί του ανωφλίου της θύρας, διά του καπνού της καιούσης λαμπάδος, τους τρεις σταυρούς. Και πάραυτα, χωρίς περιστροφάς, εκχύνει το άλγος της ψυχής της: — Η Πεντέλη το πούλησε το Μετόχι.

Ενώ οι στρατιώται ενησχολούντο εις την οχύρωσιν των θέσεων τούτων, ο Καραϊσκάκης με τον Ρούκην και Γαρδικιώτην επροχώρησεν εις το εχθρικόν στρατόπεδον παρατηρών τον τόπον έφθασε δε εις έν μετόχι, το οποίον εφάνη εύλογον εις αυτόν και τους μετ' αυτού να πιασθή από τους Έλληνας και να οχυρωθή.

Πήγε πάλε στο παράθυρο και κύτταξε κάτω με πολλή θλίψη. Ο ήλιος βασίλευε στο αντικρυνό διάσελο. Μαύρα σύγνεφα κρέμονταν μπροστά του κ' έρριχαν στο μετόχι μαύρους ίσκιους, σα μεγάλες νυχτερίδες. Ο βραδυνός αέρας ερχόταν από τα χιονισμένα βουνά κρύος. Ανατρίχιασε κ' έκαμε να κλείση το παράθυρο. Μα την ίδια στιγμή αγνάντεψε πέρα δυο ίσκιους. Τους γνώρισε αμέσως.

Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλάκαλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.

Αλλ' αυτή οπού είχεν ο παπά Σεραφάκος είνε από την Μόσχαν, από το περίφημον Μετόχι των Ιβήρων, το οποίον εδιοικούσεν εκείνα τα χρόνια ο παπά Σεραφάκος σταλμένος από την Μονήν, όστις εξήλθεν εις περιοδείαν ανά την Ρωσίαν, κατά την συνήθειαν, να κάμη αγιασμούς.

Ξύπνησε, μικρομάννα, το παιδί σου και κλαίει· ξύπνησε! Γύρισε στο δωμάτιο μ' αποστροφή. Η μοναξιά του φαίνονταν μεγαλείτερη και πιο αβάσταγη τώρα. Έρριξε τα μάτια στο μετόχι του κι ανατρίχιασε. Το σκαμμένο χώμα ασπρολόγαε. Ανάμεσα στους σωρούς, τα χαντάκια έχασκαν σαν τάφοι ορθάνοιχτοι. Από πάνω τους ανάδευαν τα σκοτάδια με σιγαλό και κρύο ανάδεμα.

Γύριζε καταμόναχος μέσα στο χτήμα. Στο ένα χέρι κρατούσε την αξίνα και στ' άλλο την ψαλίδα. Έσκαφτε τη γη, καθάριζε τα δέντρα, εξερρίζωνε το γούλιερο, τις τσουκνίδες, το λύκο στοχαστικά και γνωστικά. Ένας ήταν κ' έκανε χίλια στην ώρα. Συχνά σήκωνε το κεφάλι του· μα δεν το σήκωνε παρά για να κυττάξη απόπερα στο ξένο μετόχι. Τα μάτια του σαν ρούφουλας κύτταζαν να καταπιούνε τον τόπο.

Οι Τούρκοι ιππείς φθάσαντες πλησίον εις το Μετόχι, το οποίον, ως ανωτέρω, δεν είχε πιασθή από τους Έλληνας, απέβησαν από τους ίππους, συνεκεντρώθησαν εις έν και εκάθισαν.

Όχι και πολύ· στην εποχή που το μετόχι μας έφτανε κάτου στη Μεσοποταμία. Έπειτα ήρθαν οι Τσιμισκήδες, οι Κομνηνοί, οι Φωκάδες, οι Βουλγαροχτόνοι. Να εδώ· βλέπεις; — Ναι· τι μεγάλο ποτάμι! και μέσ' στα κύματά του κυλάει κεφάλια. Τι άσκημα κεφάλια που είνε! — Είνε Βουλγάρικα. Τάκοψε ο Βασίλειος κι από τότε η γενιά του Θεομίσητου δούλευε σκλάβα στη δική μας. — Τι αθάνατοι! εψιθύρισε ο Δημητράκης.

Το στήθος του βαραίνει και του δυσκολεύει τον ανασασμό. Πλησίασε σ' ένα παράθυρο, τ' άνοιξε κ' έρριξε τις ματιές του έξω, στο δικό του και στα γειτονικά χτήματα. — Τι κάνει εκεί κάτω αυτός ο παλαβός! εμουρμούρισε άξαφνα. Χαμόγελο λυπητερό φάνηκε στα χείλη του, σα να ξέχασε τη στενοχώρια του. Ακκούμπησε στο παράθυρο και προσηλώθηκε όξω. Κύτταξε αντίκρυ του το μικρούτσικο μετόχι του Ευμορφόπουλου.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν