Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ' εκάπνισε κ' έγειρεν ολίγο και εκάηκε! — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ' επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ' εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ' έμεινε στον τόπο!

Ψυχομαχάει κι' ακόμα Κρατεί τ' αυτιά του τεντωτά... Ομέρπασα Βριόνη Σου στέλνει χαιρετίσματα του Διάκου το μιλλιόνι. — Μήτρε, τα μετωρίσματα, παλληκαριά δεν είναι, Όπου είν' ο χάρος Βασιλειάς... Διαμάντη!...Τον δερβίση. — Θανάση, ως τώρα τρεις φοραίς τον έβαλατο μάτι Και δε μου δείχνει μέτωπο. Θα να τον τρώγη το αίμα. — Νάτος... Εξεσκεπάστηκε... Φωτιά... Διαμάντη... ρίξε...

Φείδι πια τώρα ωριόπλουμο και μυριολύγιστο το κορμί της, τίγρη το μάτι της, μάγισσα το πονηρό της χαμόγελο, νυχτονεράιδα το σύνολό της, καθώς ροβόλαγε πίσω κατά το χωριό. Βρέθηκε στη γειτονιά της ό,τι σκοτείνιαζε. Όλες γυρισμένες και μαζωμένες στις θύρες τους νακούσουνε τα μαντάτα, να πουν το κοντό τους και το μακρύ τους απάνω σε καθετίς, ως και για τα μελλούμενα του νησιού.

Από αυτήν διακρίνεται μια γωνία, ένα Λ πιο μικρό ή πιο μεγάλο, ποτέ όμως τόσο μεγάλο ώστε το μάτι να σταματά και να βρίσκει το τέρμα της ικανοποίησής του. Από τα λόγια των δύο γυναικών, ξεχώριζε τα κομμάτια αυτά τακτικά, και στον ίδιο συρμένο και γλήγορο ήχο: — Καϋμένη! — Έλα δα λοιπόν.,, — Ναι στη ζωή μου.,, Κύττα κει! — Αχ!.,, Μα τι περίεργο.,,

Οι πιο ξακουστές εκκλησιές είναι του Άγιου Δημήτρη και του Άγιου Γιώργη. Οι κολώνες του νάρθηκα ιωνικές, και τα κολωνοκέφαλα είδος κορινθιακά μ' ανάμεσα αϊτούς και ξόμπλια. Μάρμαρο χρωματιστό ο στολισμός μέσα, και χτυπάει λέγουν αυτό στο μάτι κι από μωσαϊκά καλλίτερα. Ο Άγιος Γιώργης πάλε είναι τρουλλωτός ή θολωτός σαν τις εκκλησιές του Ιουστινιανού. Όλα του τα στολίσματα μωσαϊκό του πρώτου νερού.

Η γριά έβαλε τότε στην πυροστιά τη χύτρα, γεμάτη ζωμί τετράπαχης όρνιθας, που είταν καταντεμένη από την άλλη την ημέρα, θέλοντας να φκιάση τη μανέστρα, όσο νάρθη ο παπάς από την εκκλησιά, το πιστικόπουλο έφερε μια μεγάλη λίμπα γεμάτη γάλα κι' άλλη μια μικρότερη γεμάτη κουλάστρα, που είχε αρμέξει εκείνη τη στιγμή από τες γίδες, τες απόθεκε και τες δύο στη γωνιά, για να χύσουν και το ένα και το άλλο γάλα, σε ιδιαίτερα αγγειά να βράσουν, κ' η Μαριανθούλα άπλωνε το χέρι της σ' έναν ταβά, που είχε μέσα μια κόττα ψημένη στη γάστρα, για να τσιμπήση κάτι τι από μέσα, γιατί είχε αποθυμήσει την αρτυμή ένα σαραντάημερο, αλλά το άγρυπνο μάτι της γριάς την είδε και: — Μη, βλαστάρα μ', της είπε.

Σα να το ξέρη η καημένη πως δε θα μ' έχη του χρόνου. . . . Ταξίδι, ταξίδι. . . . Για δες μαντιλάκια, κάλτσες, ως και βελόνια και κλωστή μούβαλε. Να κ' ένα κυδώνι, θεοκίτρινο! Ανασταίνεσαι να το μυρίζης μονάχα. Να κ' οι γόβες! Όχι, όχι, να μην τα δω τώρα. Να τα βλέπω ύστερα και να τις θυμάμαι. » Αχ, νύχτα που την πέρασα! μήτε στιγμή δεν έκλεισα μάτι, μα θαρρώ και μήτε άλλος κανένας.

Φρικτόν θλιβερόν θέαμα Τριγύρω μου εξανοίγω· Ποίων είναι τα σώματα Που πλέουσ' εις το κύμα; Ποίων τα κεφάλια; Αυγεριναί του ηλίου Ακτίνες τι προβαίνετε; Τάχα αγαπάει να βλέπη Έργα ληστών το μάτι Των ουρανίων; Δημιουργέ του κόσμου, Πατέρα των αθλίων θνητών, αν συ του γένους μας Όλου ζητής τον θάνατον, Αν συ το θέλης·

Κάθε μάτι γυρίζει κατά το θρόνο που στέκει καταμεσής, όλοι απαντέχουν τη Βασιλική συνοδία που ζύγωνε. Προβάλλουνε τέλος αξιωματικοί, προβάλλουνε φύλακες, αυλικοί. Όλοι στο πόδι να χαιρετήσουν το Βασιλέα, που πρόβαλε τέλος και κείνος. Ανάστημα·, πύργος· κορμί περίτρανο· ώμοι πλατιοί, πρόσωπο ηγεμονικό.

Νίκο ! Ψτ ! Νίκο ! του φώναξε ο ένας τους, ένα παιδί χοντρομπαλάδικο, άσπρο και κόκκινο με ξανθό μουστάκι σα χρυσαφένιο· και σαν είδε πως ο Νίκος τους ένοιωσε, τούκλεισε το μάτι κατά τη Λιόλια, σα να τούλεγε: «Πού την πέτυχες τη μικρούλα ; Καλά τα περνάς εσύ αυτού απάνωΕλάτ' απάνω τους φώναξε κι ο Νίκος, καταχαρούμενος.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν