Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Βογκάει τ' αρμούτι το παληό... Ερρέκαξε ο Δερβίσης Απλώθηκε ταπίστομα κι' ακόμα με τα νύχια Κρατεί σφιχτ' από τα μαλλιά τα δυο του τα κεφάλια. — Μήτρε, μην επαράδραμα; — Μες 'ς τη ραφή, Διαμάντη, Του ξήλωσες τα καύκαλα. — Τάνοιξες τρίτο μάτι Για να διαβαίνη θαρρετά, να περβατή 'ς τον Άδη. — Μήτρε, μ' αρέσει να μ' ακούς... κ' εγώ το θάνατό του. Λυσσομανάει η αρβανιτιά τριγύρω 'ς το κουφάρι.
Τι ήτανε πάλε το κακό που σ' ευρήκε, Νικόλα παιδί μου: Σε καίγετ' η καρδιά μου!» Με πήρε στην μπάντα. «Να σου κάνω καμμιά ευκολία, Νικόλα παιδί μου. Από το ψωμί των παιδιών μου να κόψω, να σου δώσω. Άνθρωποι είμαστε. Αν δε βοηθήση ο ένας τον άλλον, αλλοίμονο!» Είπα κ' εγώ: ψυχοπονιάρης ο καϋμένος ο γέρος· φιλάργυρος, μα ψυχοπονιάρης! Εκεινού το μάτι του δούλευε.
Έσκυβε αυτός και τους κύτταζε από ψηλά. Όμως κάποιο κακό μάτι έπεσε απάνω του. Γιατί όλοι όσοι τον βλέπανε λέγανε μέσα τους: «Για κύττα τον καμπουράκη.... θάρρος που τόχει! Καμμιά μέρα θα πέση να σκοτωθή». Και από τα πολλά τα μάτια κάποιο τονέ βάσκανε.
Όντας όμως οι πιώτεροι τους Αρειανοί, κι ο Χρυσόστομος αποφασισμένος καθώς είδαμε να μην ξαναφήση τον Αρειανισμό να ξανανοίξη μάτι, ερθόντας απάνω απ' αυτό κ' η Γοτθική εκείνη σφαγή, άναψαν εναντίο του πάμπολλοι μεγάλοι Γότθοι. Για δυστυχία μας δεν έπαιρνε μήτε από «διπλωματική» ο Χρυσόστομος.
Υπάρχουν πολλά εδώ να μας ευχαριστήσουν και να μας κρατήσουν το ενδιαφέρον, χωρίς να απασχοληθούμε με ότι δεν μας αφορά.» Τότε κάθισαν όλοι και ήπιαν στην υγειά των νεοαφιχθέντων. Ενώ ο Βεζίρης Γαφέρ μιλούσε με τις κυράδες, ο Καλίφης αναρωτιόταν ποιοι είναι όλοι αυτοί και γιατί οι τρεις Δερβισάδες ήταν όλοι τους χωρίς δεξί μάτι.
Από την εφεύρεση της τυπογραφίας κ' εδώ και την καταστρεπτική γέννηση του διαβάσματος στης μεσαίες και κατώτερες τάξεις στη χώρα τούτη, μια τάση αναπτύχθηκε στη φιλολογία ν' αποτείνεται όσον πάει και πιώτερο στο μάτι και λιγώτερο πάντα στ' αυτί, που είναι η αίσθηση, την οποίαν από της απόψεως της καθαράς τέχνης έπρεπε να ζητά να ευχαριστή και στους κανόνας της ικανοποιήσεώς της να μένη πιστή.
— Πολύ άσχημα, απεκρίθη η βασιλοπούλα. Δεν έκλεισα μάτι όλην την νύκτα. Δεν ηξεύρω τι είχε το κρεβάτι μου. Όπως και αν εγύριζα εις το στρώμα, μου έμβαινεν εις το σώμα μου ένας σκληρός βώλος. Είμαι όλη μελανή ακόμη! — Αμέσως τότε εκατάλαβαν ότι ήτο τω όντι αληθινή βασιλοπούλα, αφού μέσα από είκοσι στρώματα και είκοσι παπλώματα την επόνεσε το ρεβίθι.
Άνοιξεν η καρίνα στα δυο κ' εγλύστρισεν η Αγιατράπεζα μέσα στα νερά του Μαρμαρά. Ο βούλκος έφυγεν από κοντά της όπως φεύγει η αμαρτία τον Σταυρό και ο χρυσός άμμος εστρώθηκε κλίνη πάναγνη από κάτω της. Και του Θεού το μάτι, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου, εστάθηκε απάνω της προστατευτικό και άγρυπνο, όπως μάνας μάτι στην κούνια του μονάκρυβου παιδιού της.
Και βρήκε του Λυκά το γιο, αρχοντονιό αντριωμένο, και πάει μπροστά του στέκεται και του μιλεί διο λόγια 170 «Πάνταρε, πούναι η φήμη σου, πού οι φτερωτές σαΐτες και το δοξάρι, όπου κανείς εδώ άντρας δε σου βγαίνει μήτε παινιέται στη Λυκία πως σούναι ανότερός σου; Μόνε στο Δία σήκωσε τα χέρια, κι' έλα τώρα τον άντρα αφτόν σαΐτεψ' τον που βλέπεις να! εκεί κάτου 175 όλους νικάει, κι' αφάνισε σημαντικά τους Τρώες, γιατί πολλών παλικαριών τους έχει φάει το μάτι, εξόν αν είναι αφτός θεός, που τούλειψαν σφαχτά μας και θύμωσε έτσι.
Πέφτει ταπίστωμα, τη γη ρωτά... Χτύπο δεν άκουσε... Μόν' η καρδιά του Μέσα 'ς τα στήθιά του, βαρεί, πετά. Του φάνηκε ότι εξέφυγε... Εμέτρησ' ένα ένα Τάρματα τ' Αστραπόγιαννου, δεν έχασε κανένα Το μαύρο το κλεφτόπουλο 'ς το φοβερό του δρόμο. Σιμά 'ς τη βρύση εκάθισε, καταίβασε απ' τον ώμο Το έρμο το δισάκκι του... Το μάτι του έχει αντάρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν