Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Μα την ψυχήν μου, όσω ζω δεν θέλω να σε 'ξεύρω, κι' ούτε το 'μάτι σου θα ιδή ποτέ κληρονομιάν μου. Ιδέ και συλλογίσου το. Το είπα. Δεν ξελέγω! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! υψηλά ‘ς τους ουρανούς δεν κάθεται ευσπλαγχνία να ελεήση απ' εκεί της λύπης μου το βάθος; Μη μ' αρνηθής, μάνα γλυκειά. Ανάβαλε τον γάμον Δι’ ένα μήνα μοναχά, ή μίαν εβδομάδα.

Α! είμαι ακόμα πειο τιποτένιος, κ' έχω άλλο πράγμα παρά τη χώρα του βάλει στο μάτι! Ωραίε θείε, που μ' αγάπησες ορφανό, προτού ακόμη ν' αναγνωρίσης το αίμα της αδερφής σου Μπλανσεφλέρ.

Τα σερπετά μαυλίζει Και τα τινάζει επάνω του... Ύστερα, διπλοπόδι, Τα παραμόνευε ο φονιάς μην αποκοιμηθούνε Κι' αφήσουν ατελείωτο το νυχτοκάματό τους. Ακοίμητο, αγρυπνούσ' εκεί και του Θεού το μάτι. Χιλιάδαις ήρθανε με μιας τριγύρωτο Θανάση Ψυχαίς μεγαλοδύναμαις από τον άλλον κόσμο Με τα παληά τους βάσανα, με την παλληκαριά τους, Και του φιλούν το μέτωπο και τον περιδροσίζουν.

Οι τρεις άνδρες, με όλην την δεινοπάθειαν και συμφοράν την οποίαν είχον υποστή εύρον ακόμη την δύναμιν να εκπλαγώσι, κ' εστάθησαν κυττάζοντες τον αγρότην με απλήστου περιέργειας έκφρασιν. — Το μάτι της λίμνης! ανέκραξεν ο πραγματευτής.

Δεν ήθελε να δείξη πως το σκέφτεται καθόλου, μα μέσα του δούλευε το σκουλήκι. Δεν έβλεπε με καλό μάτι το γάμο. Η δραστηριότη του Δημητράκη από καιρό τον ανησυχούσε· στην προκοπή εκεινού έβλεπε φως φανερά το δικό του θάνατο. Τόβλεπε αυτός όπως τόβλεπε κι ο Χαγάνος. Μα δεν ήθελαν να το φανερώσουν. Ο Αριστόδημος όμως έπιασε γι' αυτούς μεγάλη φιλονεικία με τον αδερφό του.

ΑΜΛΕΤΟΣ Το ζωγράφημα τούτο ιδέ κ' έπειτα εκείνο· δύ' αδελφών έχομ' εδώ πιστήν εικόνα· εις το βλέφαρο αυτό θεώρησε τι χάρις εκάθιζε! του Φοίβου ταις πλεξίδαις έχει, του μεγάλου Διός το μέτωπο, το μάτι του Άρη, φοβερό την ώραν 'πού προστάζει, την στάσιν ως ο Ερμής, όταν το πόδι εγγίζει, εις κορυφήν 'πού τ' ουρανού φιλεί τον θόλον.

Ο Ρούντυ έφθασεν εις το Βεξ και εφρόντισε περί εκείνου, το οποίον είχε να κανονίση εδώ, και περιήλθε την πόλιν αλλά ούτε καν υπηρέτην του Μύλου όχι την Μπαμπέτα επήρε το 'μάτι του. Αυτό δεν ήτο, όπως επερίμενε

Αφού το αποτελείωσε με μαγικές τέχνες, τώκλεισε μέσα σ' ένα μπουκαλάκι και είπε κρυφά στη Βραγγίνα. — Κόρη, θακολουθήσης την Ιζόλδη στη χώρα του Βασιληά Μάρκου, και θα την αγαπάς με πιστή αγάπη. Πάρε λοιπόν αυτό το μπουκαλάκι με το κρασί και κράτα καλά τα λόγια μου. Κρύφ' το με τέτοιον τρόπο ώστε κανένα μάτι να μη το ιδή και κανένα χείλι να μη τ' αγγίση.

Το μάτι του δε δάκρυσε ποτές Σκουντουφλιασμένος, τρεις μέρες τώρα στην αγκωνή, με το τσιμπούκι στο στόμα, μήπως άνοιξε καθόλου ταχείλι του να βγάλη λόγο; Αγκαλά, και ζώντας η μακαρίτισσα, μήπως της είπε ποτέ μια γλυκειά κουβέντα; Αυτό ήτανε το παράπονο της μακαρίτισσας. «Καλημέρα, καλησπέρα» κι' όξω, στον καφενέ ή στο ψάρεμα, αυτή ήτανε η ζωή του, κυρ-αστυνόμε μου...

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Κύττα το παλληκάρι αυτό που είν' ανεβασμένο στο άλογο το φτερωτό• και κόβει τη ζωή της Χίμαιρας της τρίσωμης, πούχε φωτιά γι' αναπνοή. Το μάτι μου γυρνώ όπου κι' αν τύχη• κύτταξε και τη μάχη των Γιγάντων ζωγραφιστή στα πέτρινα τα τείχη. ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ω φιλενάδες, κι' από δω κυττάτε!

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν