United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γκόλφι την είχε το χωριό κι' ο Όλυμπος τραγούδι, Τα μάτια τα γραμμένα της και το τρανό όνομά της Σκάζει τους νιους τους δύστυχους, πλαντάζει τες κοπέλλες, Κ' ένα φτωχό βοσκόπουλο κι' ώμορφο κι' αντρειωμένο, Απ' άλλο, μακρυνό χωριό, το μπλέξανεαγάπη.

Έκλαψε απαρηγόρητη τρεις 'μέραις και τρεις νύχταις. Αράδιασε το λείψανοολόχρυσο σιντόνι Κ' εκάλεσε ένα γλήγορο χιονάτο περιστέρι Αθώο, αθώο σαν κι' αυτή, το μόνο σύντροφό της Και το επαράγγειλε πιστά, και τέτοια του 'μιλάει: — Άνοιξε τα φτερούγια σου, μικρό μου περιστέρι, Και θε να πας γι' αγάπη μου σε μακρυνό ταξείδι.

Κάτω από το μεγάλο πεύκο, ο Τριστάνος, στηριγμένος στο μαρμάρινο χείλος της λίμνης, θρηνούσε: — Ας με λυπηθή ο Θεός κι' ας επανορθώση τη μεγάλη αδικία που μου κάνει ο αγαπητός μου κύριος! Όταν πέρασε το φράχτη του κήπου, ο Βασιληάς είπε γελώντας: — Ωραίε ανηψιέ, ευλογημένη νάναι αυτή η ώρα. Να, το μακρυνό ταξίδι που ετοίμαζες γι' αύριο πρωί, τελείωσε κι' όλα.

Κ' η μάγισσα η καλόγνωμη γυρίζει και του λέει: — Είνε τα Μήλα τα Χρυσά σε μακρυνό περβόλι, Σε περιβόλι απάτητο, που το φυλάει ο Δράκος. Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια Πήγαν να το πατήσουνε κ' εχάσαν την ζωή τους. Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια, Σύρε μέσ' στης Πεντάμορφης το μαρμαρένιο κάστρο, Πέραεκείνα τα βουνά που 'γγίζουνε τ' αστέρια.

Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια, συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος, Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη 385 γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα. πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει. καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης, τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. 390 και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης, ό,τι κακότο σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη, ενώ 'λειπεςτο μακρυνό και δύσκολο ταξείδι.

Ο ποταμός αυτός ήτανε ο Αχέρων, το μακρυνό περιγιάλι ήτανε ο απάνω κόσμος, κ' οι παρθένες, που ένας βουβός θρήνος φαινότανε ν' ανεβαίνη από το θλιβερό τους αγκάλιασμα, ήτανε οι ψυχές που δε γνωρίσανε τη χαρά της αγάπης στη ζωή τους. Χιλιάδες ήτανε οι θλιμένες ψυχές απάνω απ' τα μαύρα νερά του ποταμού..... Αυτή ήτανε μία στάμπα.

Το ψηλό το κυπαρίσσι, που έβλεπε πίσω απ' το βουνό, το μεγάλο κάμπο, αποκρίθηκε: — Το χορτάρι που πατεί γίνεται κόκκινο απ' το αίμα των ποδαριών του μα περπατάει ακόμα. Ύστερα τον έχασε και το ψηλό το κυπαρίσσι, που έβλεπε το μακρυνό κάμπο. Και είπανε όλα τα δένδρα μαζή και τα λουλούδια κ' οι κύκνοι: — Τι να γίνεται το δυστυχισμένο το βασιλόπουλο!...

Ένα δειλινό, που ο χειμωνιάτικος ήλιος έκαιγε σα να ήτανε καλοκαίρι κ' οι αύρες της θάλασσας σκορπούσανε ανοιξιάτικες μυρωδιές, η Παυλίνα με τον καινούργιο της αγαπητικό γυρίζανε, σαν πάντα, φορτωμένοι κυκλάμινα κι' αγριοβιολέττες, απ' το μακρυνό τους περίπατο.

Έδιωξε τους μάγους και τους σοφούς ο Ρήγας και πήρε το μονάκριβό του και τράβηξε σε μακρινό ταξίδι, μήπως και τα θαύματα του κόσμου και οι τέχνες των ανθρώπων, στις ξένες χώρες, αναστήσουν την ψυχή του παιδιού του και δυναμώσουν το κορμί του. Πήρε το παιδί του ο Ρήγας, αρμάτωσε τη βασιλική του φρεγάδα και τράβηξε στο μακρυνό ταξίδι.