Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Πώς, φιλενάδες, στην κυρά μας τούτο δεν θα το ειπούμε με τρανή φωνή, πούχε στον άνδρα όλες της ελπίδες, μα κ' έχει τόσο δύστυχη γενή; Τώρα εκείνη λυώνει από τη συφορά και η χαρά για κείνον θανατείλη. έπεσε εκείνη στα λευκά γεράματα, κι αυτόν θα τον περιφρονούν οι φίλοι.
Λυώνει η καρδιά του από την τρυφερότητα, κι' απαντά γλυκά, με αγάπη: «Μην κλαις άλλο, ωραίε σύντροφε, θα κάνω το θέλημά σου. Φίλε, για την αγάπη σου θα πήγαινα βέβαια να σκοτωθώ. Καμμιά συφορά, καμμιά αγωνία δε θα μ' εμποδίση να κάνω ό,τι μπορώ. Πέστε ό,τι θέλετε να μηνύσω στη Βασίλισσα, κι' ετοιμάζομαι!» Ο Τριστάνος απάντησε: «Φίλε, ευχαριστώ. Λοιπόν, άκουσε την παράκλησί μου.
Πάντα η φωνή του πραματευτή στο φτωχό δρόμο — η φωνή του στον ήλιο που βασιλεύει! Η φωνή του είν' ο καιρός που μας χτύπησε. Η φωνή του είν' η μέρες που δεν ξανάρχονται. Η φωνή του είν' η γνώση που μας επίκρανε. Και συ δεν ξέρεις τίποτα — όταν το ημιτόνιο της μελωδίας σου λυώνει στο φλογισμένον ορίζοντα — πραματευτή με τα νήματα και της δαντέλλες!
Έξω από το λιμάνι στην ανοιχτή θάλασσα, ολόασπρη και φωτεινή πέρα, κάτω από της ακτίνες του ήλιου, ώρμησε το καράβι. Στο Κάρχαιξ, ο Τριστάνος λυώνει από το κακό του. Περιμένει με πόθο τον ερχομό της Ιζόλδης. Τίποτε δε τον παρηγορεί πεια, κι' αν ζη ακόμη, είναι γιατί περιμένει. Κάθε μέρα έστελνε στην παραλία να κυττάξουν μήπως έρχεται το καράβι, και τι χρώμα έχει το πανί του.
Θα την πάτε στο δάσος, μακρυά ή κοντά, αλλά σε τέτοιο μέρος που ποτέ κανείς να μην ανακαλύψη τίποτε. Εκεί θα την σκοτώσετε και θα μου φέρετε τη γλώσσα της. Θυμηθήτε, για να μου τα επαναλάβετε, τα λόγια που θα πη. Πηγαίνετε. Στο γυρισμό θάσαστε ελεύθεροι και πλούσιοι». Έπειτα εκάλεσε τη Βραγγίνα. «Φίλη, βλέπεις πώς υποφέρει το σώμα μου, και πώς λυώνει.
ΧΟΡΟΣ Μη πολυαγάπητο, του Οιδίπου τέκνον, γίνης όμοιος στο νου μ’ αυτόν που όσ’ άκουσε τ’ αξίζουν· είν’ αρκετοί Θηβαίοι με τους Αργείους στα χέρια να ’ρθουν· γιατί ξεπλύνετ’ ένα τέτοιον αίμα· μα δυό αδερφών ο θάνατος έτσι απ’ το ίδιο το χέρι τους, ποτέ το κρίμ’ αυτό δε λυώνει.
Άλλος κανένας χωρισμός δεν αναγκάζει τόσο την καρδιά να δείχνεται χαιράμενη ενώ λυώνει από το φαρμάκι της. Πού να τολμήσης να κλάψης! Έφτασαν τέλος στη Βεγγάζη. Έφτασαν δυο, έφτασαν πέντε, δέκα — είκοσι πλεούμενα, παντοπωλεία τα ντεπόζιτα. Έφτασαν κ' έρριξαν κάτω σαν παιδιά τους τις μηχανές, δυο και τέσσερες το καθένα.
Πίσω από τους καλοκλεισμένους πύργους, η Ιζόλδη η Ξανθή λυώνει κι' αυτή, πειο πολύ δυστυχισμένη ακόμη: γιατί ανάμεσα στους ξένους που την παραμονεύουν είναι αναγκασμένη να φαίνεται διαρκώς χαρούμενη και γελαστή. Και τη νύχτα, ξαπλωμένη στο πλευρό του Βασιληά Μάρκου, αναγκάζεται να δαμάζη ακίνητη την ταραχή των μελών της και της ανατριχίλες του πυρετού. Θέλει να φύγη προς τον Τριστάνο.
Την άσπρη φουστανέλλα μας την έλυωσε 'σάν χιόνι Ο ήλιος ο Ευρωπαϊκός, κι' αν κάπου—κάπου ασπρίζη, 'Σάν χιόνι ασπρίζει σε βουνού λακκιά που δεν το 'γγίζει Καμμιά αχτίδα του ηλιού και βρίσκεται δεν λυώνει. Πούν' τα τραγούδια τα εθνικά, τα κλέφτικα τραγούδια! 'Σταίς ερημιαίς που φύτρωσαν χάνονται, σαν λουλούδια. Πούν' τα τσαρούχια! Ιδέτε τα! τάχομαι πεταγμένα.
Είχε χάσει τα χρώματά του, είτε από την λύπην του, είτε από την κακοπάθειαν του ταξειδίου. Εκύτταξε πάλιν την χορεύτριαν τον εκύτταξε και εκείνη, και αισθάνθη ο δυστυχής ότι λυώνει. Αλλ' ακόμη έσφιγγε το όπλον του. Εκεί κάπως ήνοιξεν η θύρα και ο άνεμος επήρε την χορεύτριαν από τον πύργον της εμπρός, και την επέταξε μέσα εις την φωτιάν κοντά εις τον στρατιώτην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν