Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Μα κι αν θελήσω μια φορά στην πόλι πρώτος να φανώ, όλ' οι κατώτεροι από εμέ θα με μισήσουν, όλοι, γιατ' ό,τι νοιώθουν πειο τρανό, πολλή τους φέρνει λύπη. Μα κ' οι πολίτες οι καλοί, που γνώσι μπορεί νάχουν, και όμως από την αρχή γυρεύουνε ν' απέχουν, μαζύ μου θα γελάσουνε, και θα με ειπούν τρελλό, που σε μια πόλι ανήσυχη, γεμάτην από φόβους, εγώ την ησυχία μου δεν είχα προτιμήση.
Μα πώς αυτό να γίνη; Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί, το φως δεν ξαναβλέπουν. ΗΡΑΚΛΗΣ Στη λύπη μην αφήνεσαι. Υπομονή να κάμης. ΑΔΜΗΤΟΣ Είν' εύκολες η συμβουλές, δύσκολο να υποφέρης. ΗΡΑΚΛΗΣ Μήπως κερδίζεις τίποτα με κλάμματα; ΑΔΜΗΤΟΣ Το ξέρω κ' εγώ, αλλ' όμως με τραβά η λύπη άθελα μου. ΗΡΑΚΛΗΣ Ε, βέβαια, η αγάπη μας για εκείνον που πεθαίνει μας φέρνει δάκρυα.
Αλλά και εις τον πρωτουργόν τούτο φέρει ασχημίαν όχι μικράν, μάλιστα δε και βλάβην, ενώ η εναντίωσις θα του προξενήση ολίγην μόνον λύπην, διότι δεν παραδέχεται, αλλά δυσανασχετεί, θα ομιλή δε διαφορετικά εμπρός εις τους έχοντας τα αξιώματα, παρά εις τους τυχόντας και τους περισσότερον ή ολιγώτερον γνωστούς, ομοίως δε και συμφώνως με τας άλλας των διαφοράς, θα απονέμη εις έκαστον το πρέπον, και κυρίως μεν θα προτιμά να τους ευχαριστή και θα αποφεύγη να τους λυπή, εάν όμως τα αποτελέσματα είναι σπουδαιότερα θα τα ακολουθή, εννοώ δε το καλόν και το συμφέρον.
Είπε• και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, και εις όλους έδωσε απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια. αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, 'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 185 «Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. αφ' ού δειπνήσετ' άμετε ν' αναπαυθήτε τώρα• και ως φέξη, μέγα κάλεσμα θα γείνη των γερόντων• τον ξένον θα ξενίσουμε, και, αφού των αθανάτων 190 καλά προσφέρουμεν ιερά, θα 'χουμε την φροντίδα τον ξένον μας να στείλουμε, χωρίς κόπον ή λύπη, με ιδική μας συνοδιά, να φθάσ' εις την πατρίδα, πασίχαρος, ογλήγορα, όσο μακράν και αν είναι• ώστε κακό 'ς το μεταξύ και βλάβη να μη πάθη 195 την γην του πριν πατήση αυτός' εκεί κατόπι θα 'χη όσ' απ' αρχής η μοίρα του και η κλώστραις η βαρείαις, η μάννα ότε τον γέννησεν, εκείνου ελινογνέσαν. και αν τούτος πάλ' είναι θεός, οπ' ουρανόθεν ήλθε, κάτι άλλο τότ' οι αθάνατοι μ' αυτό μας οργανίζουν• 200 ότι ως τα τώρ' ασκέπαστοι 'ς εμάς φανερωθήκαν οι αθάνατοι, όταν σφάζουμε ταις πλούσιαις εκατόμβαις• μ' εμάς συντρώγουν, και όπου εμείς κ' εκείνοι συγκαθίζουν• και αν μόνος εις τον δρόμον του κανείς τους απαντήση, δεν κρύβονται, ότι συγγενείς τους είμασθε, όπως είναι 205 οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη των Γιγάντων».
Ποίον διδάσκαλον μου επλήρωσες; ποίων φαρμάκων την κατασκευήν; Ουδένα και ουδέν, αλλά πενόμενος εγώ και στερούμενος τα χρειώδη εσπούδαζα χάρις εις την συμπάθειαν και τον οίκτον των διδασκάλων μου. Τα μόνα δε εφόδια τα οποία είχα εκ μέρους του πατρός μου διά να σπουδάσω ήσαν η λύπη, η ερημία, η στέρησις, το μίσος της οικογενείας και η αποστροφή των συγγενών.
Διότι λυπεί εκείνον, όστις στερείται των καλών, η αντικατάστασις τούτων διά των κακών, αλλ' ο μη υπάρχων ούτε την στέρησιν εννοεί• πώς λοιπόν θα επέλθη λύπη εις εκείνον όστις δεν θα λάβη γνώσιν της λύπης; Διότι εξ αρχής, ω Αξίοχε, τρόπον τινά μη μετά των άλλων αισθήσεων λαμβάνων υπ' όψιν μίαν αίσθησιν, ποτέ δεν ημπορείς να φοβηθής τον θάνατον• τώρα δε αδικείς τον εαυτόν σου φοβούμενος ότι θα στερηθής την ψυχήν.
Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν, είτε όχι την φωνήν της κατσίκας — μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς . . . — είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου . . . Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατά μου εκάμφθησαν.
Ο Έφις απαντούσε με χαμηλωμένα τα μάτια στις ερωτήσεις τους και έπαιρνε με λύπη την ελεημοσύνη.
Νάνε η ανία της πόλης που έκαμε τη φωνή του μελωδία ; Νάνε αυτή που τη χρυσόδεσεν απάνω στην ώρα ; Νάνε η λύπη μου που την προσφέρει στον εσπερινό ; Ας ήξερα ποιος οδηγεί τη φωνή του πραματευτή να τελειώνη σε ψαλμό — ποιος της έδωκε τη βυζαντινή καμπύλη. . . Νάνε η ζωή — νάνε ο καιρός — νάνε η ψυχή μου που αρμόζει της φωνές των γυρολόγων απάνω στης ώρες και στα τοπεία ;
Συνέφιασαν από θυμό της Μάγισσας τα μάτια, Βλαστήμησε και χτύπησε στο χώμα το ποδάρι, Βούτησε το ξυγγόκερο μες στη βαθειάν οβίρα, Εγούρλωσε τα μάτια της και σταύρωσε τα χέρια Κι’ είπε στο Γιάννο ξέκαρδα και με περίσσια λύπη : Πήγαν οι μαύροι κόποι μας χαμένοι πέρα-πέρα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν