United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το παραδέχομαι βεβαία, και με όλα τα σωστά μου μάλιστα· ή μήπως τάχα εσύ αρνείσαι την ύπαρξίν της, Διονυσόδωρε; — Αι λοιπόν, εγώ σου λέγω. πως ποτέ δεν θα ημπορέσης να μου αποδείξης, ότι ήκουσες δύο ανθρώπους να αντιλέγουν ο ένας του άλλου. — Αλήθεια λες· αλλά ας το ακούσωμεν τώρα, αφού θα σου παρουσιάσω την ευγενεία μου τον Κτήσιππον, να αντιλέγη προς εσένα τον Διονυσόδωρον.

Μου φαίνεται πώς είνε κομμένα τα ήπατά μου. — Μήπως κάθεσαι καμμιά μέρα; Ούλου παλεύεις, είπεν η Δεσποινιώ. Και εχασμάτο η γραία, ενώ αι θυγατέρες της ενεδύοντο. — Θα τα 'ρμάξνι κείνα τα 'κκιά! είπεν η θειά-Ζωίτσα. — Αμ την καρυά; — Καλά λες· είπε ζωντανεύσασα ολίγον η γραία. Κάμετε γλίγωρα.

Δε μου λες· από τους άλλους δεν είχατε τίποτε; στάθηκε άξαφνα και ρώτησε το Δημητράκη. — Ποιους άλλους ; — Να· τον Περαχώρα. .. το Γκενεβέζο... — Όχι. — Περίεργο! πολύ περίεργο!... τους περιποιήθηκα τόσο και να μη στείλουν ένα γράμμα! Κι άρχισε πάλε το σουλάτσο του νευρικός, μασώντας το πούρο του, τρικλίζοντας κάποτε και συχνοψιθυρίζοντας: — Ούτ' ένα γράμμα!... ούτ' ένα γράμμα! περίεργο!

Τότε η λεφκόποδη θεά του λέει διο λόγια, η Θέτη «Ναί γιε μου, αφτά καλά τα λες· σωστό 'ναι τους συντρόφους, που τυραγνιούνται, απ' το βαρύ χαμό να λεφτερώσεις. Μα η όμορφή σου αρματωσά σε Τρώικα 'ναι χέρια, 130 χάλκινη αστραφτερή, κι' αφτή ο Έχτορας στους ώμους καμαρωμένος τη φοράει... μα δε θα καμαρώσει θαρρώ καιρό, τι από κοντά τον έχει τώρα ο χάρος.

Απελπισία μας έρχεται να το συλλογιστούμε. Και πόσοι άλλοι, και κείνοι καλοί, άξιοι και κείνοι, που μήτε θακουστή τόνομά τους, που τα έργα τους θα καταποντιστούν, που η θάλασσα θα τους φάη αλάκαιρους! Θολώνεται ο νους, τρουμάζει η καρδιά, δέρνεσαι και κλαις, σαν το στοχάζεσαι, και λες· Πώς να κάμω; Άμα πάρω την πέννα μου και γράψω μια μόνη λέξη ρωμαίικη, δε νοιώθω μέσα μου πια καμιά ταραχή.

Κρίμα που δεν μπορώ να παινέψω κ' εγώ τα λόγια σου· την έκοψε ο Δημητράκης. Γιατί εσύ τόσο στοχαστική να μιλάς έτσι αστόχαστα; Ξέρω πως δεν τα πιστεύεις αυτά που λες· κ' έχεις δίκιο να μην τα πιστεύης. Όχι εσύ· εγώ κερδίζω μ' αυτόν το γάμο. Κι όχι μόνον εγώαν ήταν για μένα, δε θα φρόντιζα τόσο. Ο σκοπός μας κερδίζει, η γενιά μας.. . .

Παρ' τους έναν έναν, πες πια και τόνομά τους, δείξε στον Πέτρο πως μιλεί για όσα μήτε είδε στόνειρό του, δείξε στον Πάβλο πως είναι σοφιστής και με πονηριά παιδιακήσια, καμώνεται πως είπες εκείνα, που δε λες· μέτρησε τα λάθη του να χαμηλώση τη μύτη, βάλε μέσα προσωπικότητες και βρισιές. Έτσι χαίρουνται τουλάχιστο οι δασκάλοι. Αφτά μόνο γυρέβουν. Ακόμη δεν το κατάλαβες; Τι αθώος που είσαι!

Απ' το χέρι σου και με ρόδα; τι καλήτερο θάψιμο· του είπε ασημογελώντας εκείνη. — Θα σε θάψω για να σ' αναστήσω ομορφότερη. — Σου είπα· για τέτοιο νεκροθάφτη ήθελα να πέθαινα χίλιες φορές... Δε μου λες· επρόσθεσε αμέσως στα σοβαρά· οι σοφοί αυτού είνε; — Εδώ· ριγμένοι στα βιβλία τους. — Κι ο Αριστόδημος ; — Κι ο Αριστόδημος. Γιατί ρωτάς;

Έρχεσαι χαρούμενη σπίτι, χαμογελάς και δε μου λες· «Καρλή, καλέ μου Καρλή, μην πονής και πονώ σαν και σέναΔε νοιώθεις τι είναι αγάπη κ' ύστερα μου λες πως ίσως παίζω μαζί σου! Μην παίζουμε, παρακαλώ, με την κούκλα. Γιατί σπάνει. Να μη βιάζουμαι; Να μη θέλω να το μάθη ο κόσμος όλος πως είσαι δική μου; Σα γυναίκα μου δική μου!