Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Ο Μπάρμπα Σταύρος ήρχισε να κόπτη φέταις μετά προσοχής, τοποθετηθείς εγγύς της τραπέζης, προς ην κατέναντι επλησίασε και εκάθησεν ο Κομποδήμος με ημικλείστους τους οφθαλμούς του, έχων ανάγκην ύπνου μάλλον ή τροφής· η δε Κρατήρα απήλθεν εις το εγγύς μικρόν δωμάτιον, όπου είχεν εξασφαλίσει αφ' εσπέρας το χοιρίδιον, μόλις το είχε φέρει η φουρνάρισσα, ως είδομεν.

Και όμως η δειλία και η αδικία δεν είναι το να εκτελή κανείς αυτά, εκτός μόνον κατά σύμπτωσιν, αλλά το να εκτελή αυτά με τοιαύτην ή τοιαύτην διάθεσιν, καθώς το να ιατρεύη και θεραπεύη δεν συνίσταται εις το να κόπτη ή όχι ή να δίδη φάρμακα ή όχι, αλλά κατά ένα ωρισμένον τρόπον. Τα δε δίκαια περιστρέφονται εις όσα μετέχουν των απολύτων αγαθών, έχουν δε ως προς αυτά υπερβολήν και έλλειψιν.

Το βέβαιον είνε, ότι είχε και τον Μπάρμπα-δήμαρχον η Μιλάχρω. Αλλά τι να σου κάμη και αυτός ο δυστυχής; Αυτός ήτο γεννημένος να κόπτη κλάρες και κατά λάθος τον υπάνδρευσαν. Τι να σου κάμη; — Δεν είσαι για τίποτε! του έλεγεν η Μιλάχρω, επάνω εις τους θυμούς της. — Εγώ δεν είμαι για τίποτα; απήντα υπερηφάνως ο Μπάρμπα-δήμαρχος.

Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος, ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη, όταν πρωτόσμιξαν κρυφάτου Ηφαίστου τον κοιτώνα. πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι του Ηφαίστου• κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, 270 ο Ήλιος, 'πουτον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη• επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη. και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει, άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. 275 και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη, προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη, κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντούτα κλινοπόδια• ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια, λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων 280 θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα. και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη, 'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι, 'που αυτήνόλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει. και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, 285 Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν, και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου, την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας. εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. 290 εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε• «'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε• ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένοςτην Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων».

Αυτού, τα χρυσά έπη Εμψύχωνες εκείνον, Δι’ ου τα νέφη εσχίσθησαν Και των άστρων εφάνηκεν Η αρμονία. Ω κατοικία Ζεφύρων, Όταν αλλού του ηλίου Καίουν τα βουνά η ακτίνες, Ή τον χειμώνα η νύκτα Κόπτη τας βρύσεις· Εσύ ανθηρόν το στήθος σου, Φαιδρόν τον ουρανόν Έχεις, και από τα δένδρα σου Πολλή πάντοτε κρέμεται Καρποφορία.

Και βλέπω από τούδε τον ελληνικόν στρατόν να περικυκλώνη τα πέτρινα τείχη της Περγάμου, της οχυράς των Φρυγών ακροπόλεως, διά σιδήρου φονικού, να κόπτη και να σωρεύη κεφαλάς και, κυριεύων την πόλιν, να συλλαμβάνη θρηνούσας την γυναίκα και τας κόρας του Πριάμου. Κλαίουσα τότε η κόρη του Διός Ελένη θ' αποσπασθή μακράν του συζύγου της.

Όστις γευθή άωρα οπωρικά, είτε σταφύλια είτε σύκα, πριν να φθάση ο καιρός του τρύγου, ο οποίος συμπίπτει με τον Αρκτούρον, είτε εις τα ιδικά του χωράφια είτε εις ξένα, ας πληρώνη ιερόν πρόστιμον εις τον Διόνυσον πενήντα δραχμάς, όταν κόπτη από τα ιδικά του, όταν δε κόπτη από τα γειτονικά, μίαν μναν, εάν δε από άλλα χωράφια, δύο τρίτα της μνας.

Εις εκείνο το αναμεταξύ ήκουσαν αιφνιδίως μίαν φοβεράν βοήν και ταραχήν από το μέρος της θαλάσσης· και ιδού άνοιξεν η θάλασσα, και εβγήκεν ένας μαύρος και φοβερός στύλος, ο οποίος εφαίνετο ότι πηγαίνει να κρυφθή εις τα σύννεφα· και από τούτο το φαινόμενον τόσον αύξησεν ο φόβος των, που ευθύς έτρεξαν να ανέβουν υψηλά εις το δένδρον, λογιάζοντας εκεί πλέον αρμόδιον διά να κρυφθούν, αλλ' ευθύς βλέπουν εκείνον τον φοβερόν στύλον, να κόπτη τα κύματα και να σιμώνη προς το περιγιάλι.

Πλην ο Μπάρμπα-δήμαρχος κατ' ουδένα τρόπον συγκατετέθη να φορέση τα καλά του φορέματα πλέον αλλά μόλις ετελείωσε το μυστήριον του γάμου, και ο παράδοξος γέρων ανεχώρησεν εις το βουνόν με το ονάριόν του και την κλαδευτήρα του, και ήρχισε να κόπτη κλάρες εις το μέρος εκείνο του Κοτρονίου το ευλογημένον, όπου άλλοτε είχεν εύρει τον τενεκέν με τα φλωρία, ελπίζων ότι, χωρίς άλλο, θα εύρισκεν άλλον ένα τενεκέν, να έχη πλέον διά τα γηρατειά του, αυτός και η γρηά του.

Εάν δε και μετά τούτο φανούν ακόμη αυθάδεις και δεν θέλουν να ησυχάσουν, τότε θα τους κόψω και πάλιν εις δύο, εις τρόπον ώστε να περιπατούν μ' ένα πόδι πηδηκτά. Ταύτα ειπών ήρχισε να κόπτη τους ανθρώπους εις δύο, όπως οι κόπτοντες τα σούρβα που θέλουν να τα παστώσουν, ή όπως οι κόπτοντες τα αυγά με τας τρίχας.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν