Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Σεπτεμβρίου 2025


Ας μπορούσες μαζί με τους στοχασμούς των να πετάξης απάνω απ' την πεδιάδα! Ας μπορούσες να καταίβης μαζί τους σε καθαρό νεράκι, να σταθής μαζί τους σε μπαλκόνι με βασιλικά! Είνε πρωί τριανταφυλλένιο, είνε Κυριακή. Τούτα τα βουνά που ροδίζουν στην ανατολή κράτησε τα στα βάθη σου, φτωχή μου ψυχή.

Όταν άλλαζε η φρουρά το πρωί, τότε άφιναν και τους επισκέφτες να μπαίνουν, από δύο κι από τρεις μες το προάβλιο. Άφιναν πρώτους τους αλαργινούς, για να προφτάσουν στα χωριά τους πάλι ως το βράδι. Κάθε Κυριακή έρχονταν πλιότεροι από κάθ' άλλη μέρα. Ήταν και παζάρι στη χώρα την Κυριακή.

Να μου φέρης τους παράδες που μούφαγες, γιατί θα σου βγάλω το ρημάδι σου στο σφυρί...»· Κ' έφυγε. Μούρθε ζάλη. κ' έχασα τον κόσμο, πήγα να σωριαστώ κάτω. «Εγώ σούφαγα παράδες;..» πήγα να του πω. Δεν μπόρεσα. Μου πιάστηκε η φωνή. Με πήρανε και με πήγανε στο σπίτι... Την περασμένη Κυριακή μούβγαλε το σπίτι στο σφυρί. Στους δρόμους μας πέταξε, να πεθάνωμε... Το παράπονο τον έπνιγε.

Μια κυριακή του Φλεβάρη εκατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Άγιο Νικόλα. Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος εβάφτιζε το μπρίκι του και μας είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρααρχή του πόθου μου. Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια πλήθος. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, το άρωμα του νωπού ξύλου, τη βαρειά οσμή του κατραμιού, της πίσας, των σχοινιών.

Υπό τινα βράχον μοι φαίνεται πως διακρίνω την σκιάν του εκσφενδονισθέντος από του Ολύμπου άλλοτε χωλού Ηφαίστου και παρά τι σπήλαιον: «Ορώ κενήν οίκησιν ανθρώπων δίχα» την οίκησιν του Σοφοκλείου Φιλοκτήτου· καί τινας συκάς απέξω εκλαμβάνω ως ράκη, τα οποία ήπλωσεν εκεί ο έρημος ήρως «βαρείας του νοσηλείας πλέα». Εξημέρωσε Κυριακή;

Πότε έχομε της Παναγίας; ηρώτησεν η σύζυγός του, αποθέσασα χαμαί, επί τινος σανίδος, το νήπιον, το οποίον απεκοιμήθη θηλάζον, και με το βάρος εκείνο της κοιλίας της, η πτωχή, επανήρχισε πάλιν το μπογάδιασμα των ιματίων. — Την παραπάνω Κυριακή, απήντησεν ο Μιστόκλης, καρφώνων με προσοχήν μίαν ωραίαν ολόχρυσον Αγίαν Παρασκευήν.

Εφρόντισε δι' όλων των μέσων ο γέρω Βαγγέλης όπως εύρη τα χρήματα, απετάθη παντού, πληρώνων όσο-όσο τόκον διά να μη του αφήσουν την κόρην κ' εντροπιασθή τ' όνομά του, αλλά τίποτε δεν ηδυνήθη να κατορθώση. Ήδη η Κυριακή επλησίαζε και ο βλαχοποιμήν ήτο απηλπισμένος. — Να σου πω και πόσα σου λείπουν; ηρώτησεν αίφνης αυτόν ο Δημήτρης. — Τι τα ρωτάς· όσα κ' αν λείπουν για 'μας είνε πολλά.

Αλλ' η συζυγός του, γυνή και δις ήδη αποτυχούσα μήτηρ, μακράν πολλάκις ώραν ελησμονείτο θωρούσα την διηνεκή σχεδόν εκείνην τύρβην, και μειδίαμα παράδοξον, χαράς άμα και πόνου μαρτύριον, διέστελλε τα χείλη της. Τι δεν έδιδε διά μικράν τινα μόνον μερίδα της ζωηρότητος εκείνης και ταραχής! Εσπέραν τινά, ήτο η πρώτη Κυριακή των Απόκρεω ο Δημήτρης επέστρεψεν ενωρίτερα εις τον οίκον του,

Μα κ' εμείς γλυτώσαμε με το κολύμπι, είπε γελών ο νεώτερος των ναυαγών. — Ναι, γλυτώσατε, δε λέω, επανέλαβεν απτόητος ο χωρικός, μα να ήμουν εγώ . . . με το κολύμπι . . . θα γλύτωνα και το καΐκι . . . Ας είνε, τι σας έλεγα; Α! ναι για τον παραπαππού μου που έχασε τη μαγκούρα του. Την Κυριακή, σαν επήγε στο χωριό να ψωνίση, βλέπει ένα γέρο βαρκάρη κ' εκρατούσε μια μαγκούρα.

Και θωπεύσας τον πονούντα πόδα του απεσφράγιζεν, εξέσχιζε μάλλον τον φάκελλον. Και συγχρόνως διελογίζετο τας τελευταίας πληροφορίας οπού είχε περί του «μεθύστακα» υιού του. Τω είπον τελευταίον ότι εθεάθη εις το Βουγιουκδερέ, ρακένδυτος. Κυριακή πρωί, με τας νιτσεράδας του σκεπάζων την γύμνωσίν του. Και μ' ένα καπέλλο από νιτζεράδα κίτρινη και αυτό, ενώ ήτο ήλιος, χαρά Θεού.

Λέξη Της Ημέρας

παστρουμάδι

Άλλοι Ψάχνουν