Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Αρβανιτιά την πλάκωσετου Δαμουλά το πύργο « — Γιώργαινα ρίξε τάρματα· δεν είν' εδώ το Σούλι. » Εδώ είσαι σκλάβα του Πασσά, σκλάβα των Αρβανίτων. » — Το Σούλι κιαν προσκύνησε κι' αν τούρκεψεν η Κιάφα » Η Δέσπω δεν το έκανε, η Δέσπω δεν το κάνει. » Δαβλίτο χέρι άρπαξε κόραις και νύμφαις κράζει. « — Σκλάβαις Τουρκών μη γίνωμε' παιδιάμ' αγκαλιαστήτε» Χίλια φυσέκια ήταν εκεί· αυτή φωτιά τους βάνει, Και τα φουσέκια ανάψανε κι' όλαις φωτιά γενήκαν.

Μα τελειώνοντας το τραπέζι με κράζει εις ένα μέρος και μου λέγει, ότι το ερχόμενον ταχυνόν θέλει ξαναγυρίσει εις το σπήτι μου, και θέλει με κάμει να ιδώ κάποιον πράγμα ξεχωριστόν και περίεργον.

Η φωνή εκείνη κατεσίγασε τον τρόμον των, και ήσαν πρόθυμοι να Τον λάβωσιν εις το πλοίον αλλ' η ορμητική του Πέτρου αγάπη, ο σφοδρός πόθος εκείνου όστις εν τη απεγνωσμένη αυτοσυνειδησία του είχε κράξει ποτέ, «Έξελθε απ' εμούτώρα δεν δύναται ουδέ να περιμένη την προσέγγισιν Του, και περιπαθώς κράζει: «Κύριε, ει Συ ει, κέλευσόν με του ελθείν προς Σε επί του ύδατος». «Ελθέ».

«Να κρεμαστή», η αρχοντιά και πάλι κράζει, μα ο βασιλιάς πάντα σκυφτός σιωπά και ο πρώτος ξαναλέει: «Μη σε τρομάζη ό τι εδώ σου ζητούμε, βασιλιά! Ένας αγύρτης θέλησε να ρίξη ό τι οι πατέρες έστησαν τρανό· το θρόνο σου αποκότησε να γγίξη, να βάλη πιο ψηλά σου το λαό. Αν η τόλμη ατιμώρητη του μείνη, στοχάσου τι μπορεί αύριο να γενή· ό τι στεριώθη μ' αίμα δεν το αφίνει από δούλους κανείς να πατηθή.

Μηδ' άφινε κι' ο Σκάμαντρος τη λύσσα, μον πιο ακόμα 305 θυμός τον πήρε, και μ' αψύ ορθοστημένο κύμα ορμούσε κι' όλο ανάσκελα τον άμπωχνε να πέσει. 307 327 Τον είδε τότες κι' έσκουξε η Ήρα, τρομασμένη 328 μήπως τον πνίξει το τρανό βαθύχοχλο ποτάμι, και κράζει εφτύς στον Ήφαιστο, το λατρεμένο γιο της 330 «Παιδί μου κουτσοπόδη μου, ομπρός! γιατί στη μάχη εσένα λέμε ισόπαλο πως είσαι του Σκαμάντρου.

— «Όχι, όχι», κράζει άξαφνα άλλη βαθύτερη φωνή παραπέρα, «όχι ακόμα! ακόμα να μην κατέβης! Πήγαινε στο χωράφι, πάρε το σκαλιστήρι, και σκάλιζε, σκάλιζε! Δεν είσουν εσύ γεννημένος για ξενιτειές· μήτε για τουφέκι δεν είσουν. Το δικό σου το μπαρούτι είναι μες στην καρδιά σου, και το βόλι στην άκρη της πέννας σου. Πήγαινε, κι άφηνέ μας εμάς μοναχούς ακόμα λιγάκι.

Μίαν ημέραν ακούει πως ήλθεν ένας ιατρός θαυμάσιος Ινδιάνος εις την Δαμασκόν και ευθύς στέλνει και τον κράζει, του οποίου διηγείται τον πόνον του και την επιθυμίαν που είχε διά να αποκτήση ένα υιόν. Ο ιατρός τον ελυπήθη και έβαλεν όλην του την σπουδήν διά να τον χαροποίηση.

Έλα, έλα και θα σου πω, της κράζει η Ασήμω. Άφινέ τα τά κοτόπουλα κ' έρχουνται μοναχά τους. Έλα, και θα το δης το πουλί που σου φέρνω. Ζυγώνει σιγοπερπατώντας η σκυφτή γριούλα, και της λέει. — Τι 'ναι μαθές αυτά που γυρεύεις πάλε να μου πουλήσης στα γεράματά μου; Πώς γίνεται και δε μούφερες μαθές ξύλα απόψε; Τα γόνατά μου κοπήκανε μάζευε μάζευε κούτσουρα.

Ο βασιλεύς κράζει ευθύς ένα του στρατιώτην, και τον προστάζει ευθύς να υπάγη να εύρη τον ιατρόν και να τον παρουσιάση έμπροσθέν του. Ο στρατιώτης κατά την βασιλικήν προσταγήν ευθύς επαρουσίασε τον ιατρόν έμπροσθεν εις τον βασιλέα ως κατάδικον.

Και τη λαβωματιά ο γιατρός θα πιάσει, και βοτάνια 190 θα βάλει απάνου τους πικρούς να σταματήσει πόνουςΈτσι είπε, και το θεϊκό διαλαλητή του κράζει «Ταρθύβη, τρέχα το Μαχά εφτύς εδώ να φέρεις, τ' άξιο βλαστάρι τ' Ασκληπιού, τ' ασύγκριτου χερούργου, για να κοιτάξει την πληγή του βασιλιά Μενέλα 195 που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάρα.». Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο, και τράβηξε να πάει γοργός, μες στου στρατού την πύκνα γυρέβοντας τον αρχηγό Μαχά.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν