Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν Σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός. 'Σ το δρόμο του άξαφνα του λύεται η χαίτη 'Σ την πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά Τότε του φώναξαν. — «Στάσου, Λαμπέτη, «Άφησε κ' ένανε γι' άλλη φορά.» Κι' αυτός δεν ένοιωθε ποιος τόνε κράζει Πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά, Ταγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει... Άστραψ' εβρόντησε μια πιστολιά,
Φορέματ' άσπρα, Κι' άσπρη με χάρι, Όλη φεγγάρι Βαθιάς νυχτός· Λες κι' είναι εκείνη, Οπού του δίνει Λάμψι και φως. Περνάει σιμά μου, Και με κυττάζει, Γλυκά με κράζει, Και μου μιλεί. Έλα πουλάκι Μες το κλουβάκι· Ξένο πουλί. Έμπα μου λέγει, Έμπα το ξένο, Το πικραμένο Ν' αναπαυθής. Για να καθήσης Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής.
Και ωσάν αποτελείωσε τες κρίσες, στοχάζεται την γυναίκα που έστεκεν εκεί με μεγάλον σέβας, την κράζει, και την ερωτά τι ζητεί; Αυτή του απεκρίθη ότι ήτον θυγατέρα ενός τεχνίτου, και επιθυμούσε να του ειπή ένα λόγον μυστικόν. Τότε ο Κατής ωσάν που αγαπούσε τες γυναίκες, την παίρνει και την φέρνει εις ένα οντά παράμερον, και βάνοντάς την να καθήση κοντά του της λέγει.
Άκουσ' η Αλκμήνη την κραυγή κ' εφώναξε κ' εκείνη: «Σήκω, Αμφιτρύων εμένα, ιδές, με παραπήρε ο φόβος· »σήκω όπως είσαι, μη ζητάς σάνδαλα να φορέσης. »Σήκω και βιάσου· δεν ακούς πως κράζει ο Ιφικλής μας; »ή μη δε βλέπεις πως ενώ νύκτα βαθειά είν' ακόμα »οι τοίχοι γύρω φέγγουνε σαν νάχη ξημερώσει; »Άντρα μου, μέσ' στο σπίτι μας κάτι κακό θα τρέχη».
Ακόμη ως κι' ο κόρακας εβράχνιασε κ' εκείνος που κράζει ότι έρχεται 'ς τους πύργους μου ο Δώγκαν! Ελάτε σεις, Δαιμόνια, εσείς που 'ς των φονέων τας σκέψεις παραστέκεσθε, ξεγυναικώσετέ με!
Τέτοια φωτιά με λόγια δεν ανάπτει! Πηγαίνω, και τετέλεσται! Το σήμαντρον με κράζει! Σημαίνει, Δώγκαν, διά σε! Νεκρώσιμα σημαίνει! Μη το ακούς! Ή Ουρανός ή Άδης σε προσμένει! Εν τω αυτώ προδόμω. Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ.
Γοργοσιμώνει η στιγμή όπου σχεδόν κομματιασμένος από το ίδιο του βάρος, εξαντλημένος από το χαμένον αίμα που τρέχει τώρα σε λεπτότερα ρέμματα από τις σχισμένες Του φλέβες, με τα μηλίγγια και το στήθος βουτημένα στον ίδρωτα και τη μελανιασμένη Του γλώσσα ξεραμμένη από τον πύρινο του θανάτου πυρετό, ο Ιησούς κράζει «Διψώ». Και το φονικό ξείδι υψώνεται προς Αυτόν.
Κανείς » Δε μ' απαντάει, δεν κράζει.» « Έπεσα τότε ζωντανός » Στους Τούρκους, και μ' αρπάζουν. » Στη μέση τους με βάλανε » Οι άπιστοι φονιάδες, » Χιλιάδες 'μπρος και 'ς τα πλευρά, » Και πίσω μου χιλιάδες. » Μου λέγουν Τούρκος να γενώ, » Και χρήματα μου τάζουν.»
Ρέει καθαρόν το αργύριον Της Ιπποκρήνης· κράζει, Όχι τας ξένας, κράζει Σήμερον η Ελλάς Τας θυγατέρας. Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω, Και χαίρουσα πετάει Πετά η ψυχή μου, ακούω Των λυρών τα προοίμια, Ακούω τους ύμνους. Στροφή Α Ως ότε από το στόμα Κρέμεται των θνητών Αυλός λελυπημένος Και η φωνή του με κόπον Τρέμουσα εκβαίνει·
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν