Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Πού θα μ' αφήσης έρημη; Ούτε αδέρφια έχεις, ούτε κύρη να με περιμαζώξουνε κι' εγώ, σαν σε τελειώσουν, στην γης όταν κοκκαλωμένο σε ξαπλώσουν, η αρχοντογυναίκα 'γώ ζητειάνα θα γυρνώ και θα κρυώνω και θα πεινώ, πόρτα με πόρτα διακονεύοντας, 'πάνω στου δρόμου τα λιθόστρωτα τα γόνατά μου γδέρνοντας, 'γώ που σε στρώμα πουπουλένιο είχα το κορμί μου να ξαπλώνη, όπως ξέρεις, μαθημένο.
Με προσοχή, που από τη χαρά δεν είχε η μάνα της, θα διάκρινε κανείς ότι η σωματική δύναμη της ήτο στην ίδια εξάντληση κιότι μόνο με προσπάθεια ψυχική υπεράνθρωπη κρατούσε στα πόδια του το μισοπεθαμένο κορμί της και κάπου κάπου έφερνε σταναιμικά της χείλη ένα χαμόγελο.
Κι' η ωμορφιαίς της λάμπουνε, κι' αστράφτουν 'στό κορμί της Αράδες τ' ασημόκουμπα κι' αράδες τα γιουρτάνια, Και 'ςτά καθάρια τα νερά τα πόδια της ασπρίζουν Σαν νάναι με τριαντάφυλλα και γάλα ζυμωμένα. Περνούν εκείθε πιστικοί και κυνηγοί διαβαίνουν, Κι' άλλοι την λεν Λιογέννητη, άλλοι την λεν Νεράιδα.
Γυρίζω τρομαγμένος· ωχ, αλλοίμονο! Ο άθεος Κεφαλλωνίτης έκαμε τον λόγο του. Καθώς εκοιμόταν στο ηλιοπύρι ο Ανέστης, μια του έδωσε με τον μπαλντά κ' εχώρισε το κεφάλι από το κορμί. Τόσο πάθος έδωκε στο φοβερό σύνεργο που έμεινε καρφωμένο πιθαμή στη σανίδα.
Ένας από αυτούς γνωρίζοντάς με διά ξένον μου απεκρίθη, ότι εδώ είναι ο τόπος ο διωρισμένος, που οι εθνικοί ενταφιάζουν τους νεκρούς, και καίουν τα κορμιά τους, και οι γυναίκες τους απολαμβάνουν μίαν αθάνατον δόξαν· τώρα απέθανεν ένας από τους πρώτους αφεντάδες της αυλής του βασιλέως, του οποίου το κορμί μέλλει να καυθή εδώ και εις πέντε ώρες με τούτον τον τρόπον που βλέπεις, και η αγαπημένη του και πιστή γυναίκα θέλει κατακαή και αυτή εις τες ίδιες φλόγες που έχουν να φθείρουν το κορμί του ανδρός της.
Ο κόσμος παραμέρισε να κάνη τόπο στους δυο νέους, που με τα γερά τους μπράτσα σηκώνανε, στερεά και αναπαυτικά, το παραλυμένο κορμί. Δυνατά τα χέρια τους το δένανε, μα τα πόδια τρέμανε καθώς αργοπατούσαν και πρόβαιναν. Οι άλλοι ολόγυρα σκύβανε αλαλιασμένοι, να γνωρίσουνε τον χτυπημένο. — Ο Γιώργης ο Πολυζώης δεν είνε; — Ο Γιώργης ο καλαφάτης! — Καλέ αυτός! Δεν τονέ βλέπεις; Κάνανε το σταυρό τους.
Και στο κορμί ζερβόδεξα, το σνίχι κι' αστραγάλους τού τους χτυπούσε το μουντό τομάρι, που στην άκρη σκέπαζε της αφαλωτής ασπίδας το στεφάνι.
«Η ζέστα, η χαρά, τ' αναγάλλιασμα, οι κόποι του δρόμου, η αϋπνία, κι' η συγκίνηση νάρκωσαν τόσο πολύ το πνέμα μου και το κορμί μου, ώστε, καθώς βρισκόμουν εκεί, γύρισα το κεφάλι μου στη μοσχοβολημένη παρθενική αγκαλιά της θυγατρός μου, έκλεισα γλυκά-γλυκά τα μου, κι' αποκοιμήθηκα... » Και.... όταν ξύπνησα, κι' άνοιξα τα μάτια μου, δεν είδα τίποτε μπροστά μου!
Μ' οχτώ ποδάρια σκλεπωτά, που στο πλευρό βαδίζουν· Κι' αυτά τα τερατόμορφα Καβούρια ονοματίζουν· Η δυναταίς κοπίδες τους το μέρος που δαγκάσουν, Θενά το κόψουν άφευχτα· θελά το κομματιάσουν. 600 Νοραίς λοιπόν των Ποντικών ποδάρια τους λιανίζουν. Κι' οχ τ' αποδέλοιπο κορμί με πόνους τα χωρίζουν·. Χτυπάν μ' αγώνα οι Ποντικοί και με τα δυνατά τους· Δεν κατορθόνον τίποτες σ' εκείνους τ' άρματά τους.
Ο άλλος, γέρος μα δυνατός, με πρόσωπο κατακόκκινο και όλο του το κορμί συνεπαρμένο από ένα τρέμουλο που έμοιαζε ψεύτικο , είχε τοποθετήσει ένα καπέλο ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια του και πότε πότε έσκυβε για να δει μέσα τα κέρματα. Το βράδυ όμως έπεφτε γρήγορα, φορτωμένο με σύννεφα, και ο κόσμος έφευγε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν