Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Χράμιτην μέσην θα ζωσθώ, θα λερωθώ με λάσπην, με το κορμί ολόγυμνο και τα μαλλιά 'μπλεγμένα την τρικυμίαν θ' αψηφώ και την ανεμοζάλην. Κάτι να είμαι ως τρελλός· ως Έδγαρ τι αξίζω; Έμπροσθεν του μεγάρου του Γλόστερ. Ο ΚΕΝΤ εις τον φάλαγγα. Εισέρχονται ο ΛΗΡ, ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ και είς ΙΠΠΟΤΗΣ. ΛΗΡ Παράδοξον! Πώς έφυγαν, χωρίς να στείλουν 'πίσω τον άνθρωπόν μου!

Κι όμως ποιος δε θα λυπότανε αγαπητικό, που θάπρεπε να φοβάται εκείνον που αγαπάει; Μα εγώ αγαπάω στο κορμί του σκλάβου την ομορφιά την ελεύθερη.

Ήτον ως δεκάξη δεκαεφτά χρονών κόρη, ντροπαλή, λιγομίλητη, σεμνή, ροδοκόκκινη στο πρόσωπο και χαριτωμένη, γιομάτη χυμό και νιότη, με δυο καστανά γλυκά μάτια, με καλοκαμωμένο κορμί, μεστούς κόρφους και θρεμμένα κνήμια, καθώς δείχνονταν τούτα ως απάνου ξέσκεπα, όταν ευρίσκονταν καβάλα το φουστάνι της δε βολούσε να πέφτη κάτου και κάτου.

Ποίας ενεργείας είναι αυτό το σεκρέτον ερώτησα εγώ, μήπως και είναι εκείνο που μετατρέπουν το μολύβι και σίδηρον εις χρυσόν; Όχι, Βασιλέα μου, ετούτο είναι πολύ τιμώτερον από αυτό, ετούτο κάνει να αναζήση ένα κορμί αποθαμμένον, όχι πως να του επιστρέψω την ψυχήν, εις τούτο μονάχα ο Ουρανός ημπορεί να κάμη αυτό το θαύμα, μα κάνω και εμπαίνει η ψυχή μου εις κάθε νεκρόν σώμα, και το ανασταίνω.

Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη• εις το κορμί καιτην φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη, κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Είχε μέτριο ανάστημα, χοντροπελεκημένο κορμί, στρογγυλό κεφάλι, πλατειές πατούσες. Χοντρές και ξανθοκόκκινες οι παλάμες του, έλεγες πως ήταν βουτημένες στο ριζάρι. Το πρόσωπό του στρωτό με χείλη χοντρά και μύτη πλακουτσή θύμιζε πουρναρόρριζα. Τα μάτια του σαν μικρά και κρύα τα σαλιγκάρια. Καθώς ήταν στα μάλλινα φορέματά του έμοιαζε με σακκί παραγεμισμένο από σάρκες και κόκκαλα.

Ήρθε την άλλη την βραδειά η λυγερή να μάση· Κ' εκεί που γύρω 'ςτά μαλλιά, 'ςτά στήθηα, 'ςτο κορμί της Τα κάρφωνε ένα ένα Διαμάντια γίνονται με μιας, και λάμπουν σαν αστέρια, Κ' ένα μεγάλο κ' έμμορφο πούχε 'ςτο μέτωπό της Χύνει περίσσιο γύρω φως και λάμπει σαν φεγγάρι.

Χάνει με μιας την ασχημιά και την ταπεινοσύνη Ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα, Γλυκαίνει το χαμαίδρυο, ’ς του χαμαιλειού τη ρίζα Αποκοιμιέται ο θάνατος και το περιπλοκάδι Που πάντα κρύβεται δειλό και τ' άπλερο κορμί του Αλλού στηλόνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα Τρελλό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώση 'Σ τ' ανδρειωμένο μέτωπο για ν' ακουστή πως ήταν Στη φοβερή παραμονή μια τρίχ' απ' τα μαλλιά του.

Στάθηκαν ταμάξια να προσπεράση το λείψανο της Βεργινίας: από μέσ' απ’ ταμάξια κύτταζαν κλαμένα μάτια και χέρια σηκώθηκαν και κάμανε σταυρούς κ' έβγαλαν καπέλλα για τη Βεργινία του!. . . . Τότε τούρθαν τα δάκρυα του Νίκου κ' έκλαψε με παιδακίσιο αναφυλλητό που του τάραξε όλο το κορμί, γιατί συλλογίστηκε πως έχασε τη γυναίκα του που τη λυπούνταν κ' οι ξένοι μες ταμάξια : αλήθεια ήτονε σπουδαίο πράμα να χάση κανείς τη γυναίκα του! Μην κάνης έτσι, κοτζάμ άντρας!-του είπε ο φίλος του ο Ντίνος, που τον είχε πιάσει τώρα αυτός στη θέση του Περικλή.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Σήκω· ‘ς την θύραν μου κτυπούν κρύψου, Ρωμαίε, κρύψου. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν θα κρυφθώ· εκτός εάν τ' αναστενάγματά μου μου κάμουν γύρω καταχνιάν και κρύψουν το κορμί μου. Τι πράγματ' ασυλλόγιστα! — Ήλθα, αμέσως, ήλθα. Ποιος κτυπά; ποιος είν' εκεί; ποιος σ' έστειλε; τι θέλεις; ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έξωθεν. Να έμβω πρώτα, κ' έπειτα σου λέγω το τι θέλω. Η Ιουλιέτα μ' έστειλε. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω! τότε καλώς ήλθες!

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν