Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Από καιρού εις καιρόν, όταν το φύσημά του εγίνετο οπωσούν σφοδρότερον, και το βρέφος εφαίνετο έτοιμον να ξυπνήση και να φωνάξη, η μάμμη το ενανούριζε δι' ενός μονοσυλλάβου, «Κοι, κοι, κοι, κοι!» εφαίνετο δε τω όντι η συλλαβή αύτη ήτις φαίνεται να είναι η πρώτη συλλαβή του «κοιμήσου!», ή η ρίζα του «κείμαι» εφαίνετο, λέγω, πολλάκις επαναλαμβανομένη, να εξασκή παράδοξον υποβολήν και γοητείαν.
Ο Μπάρμπα-δήμαρχος, απαθέστατος, πάντοτε ψυχρώς θεωρών τα του κόσμου, ως εθεώρει του βουνού της κλάρες, αίτινες δεν χρησιμεύουσιν ειμή διά καύσιμον, δεικνύει μόνον ανησυχίαν διά την έρημον κάτω κλίνην του, συνεχώς καταβαίνων και παρακαλών την κόρην του να σηκωθή και ν' αναβή επάνω. — Κοιμήσου συ επάνω, πατέρα, εγώ ευχαριστούμαι εδωδά! Απήντα η ταλαίπωρος.
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. «Άθλιε, και 'ς μικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45 θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι πεντήκοντα, με ορμή πολλή 'ς τον φονικόν αγώνα, 50 και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».
Να το στόμα της και τα μαλλιά της και το ουράνιο το κορμί, το κορμί της το ξαθό που με τρελλαίνει η μυρωδιά του. — Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Λέλα, κοιμήσου καλά! Και της αρπάζω ένα φιλί που ακόμη στα χείλια μου τόχω. — Λέλα μου, Λέλα, κανείς δε σ' αγάπησε σαν και μένα. Ακκουμπά στην πλάτη μου μια στιγμή, σα λιγοθυμισμένη. — Αχ! Εσύ ζωή μου, μου λέει.
Έλ', αγάπη μου, απάνω, και στο πλάι μου κοιμήσου, να γλυκάνω την ψυχή σου. Ο έρωτας με τυραννεί για τα ωραία σου μαλλιά, και έχω μια φωτιά τρανή που μου φαγε την αγκαλιά. Έρωτα! σε παρακαλώ, κάμε μου τούτο το καλό και φέρτ' τον γρήγορα ναρθή στο πλάι μου να κοιμηθή! Θέλω, φίλη μου, απάνω στη γλυκειά σου αγκαλιά δυνατό καυγά να κάνω με τα δύο σου τα κωλιά!
ΓΟΝΖ. Όχι, σας βεβαιώνω, δεν ριψοκινδυνεύω τόσο εύκολα τη γνώση μου· θέλετε να με περιγελάτε αποκοιμημένον; γιατί νυστάζω. ΑΝΤΩΝ. Πέσε κοιμήσου, και άκουέ μας. Αποκοιμούνται όλοι, όξω από τον ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ, τον ΑΝΤΩΝΙΟ και τον ΑΛΟΝΖΟ. ΑΛΟΝΖ. Πώς; είναι και αποκοιμημένοι! Επιθυμούσα κ' εγώ τα μάτια μου να κλείσουν, και μ' αυτά οι στοχασμοί μου. Αισθάνομαι, που κλίνουν εις τον ύπνο.
Δεν είχεν αναγνωρίσει τον Σκούνταν, άδηλον δε και αν τω ήτο εξ αρχής γνωστός. Η Αϊμά δεν απηύθυνεν άλλην ερώτησιν. — Κοιμήσου, της είπε και εκ δευτέρου ο Πρωτόγυφτος, και αύριον πρωί θα πάμε εις το σπήτι μας. Αλλ' η Αϊμά πολύ απείχε του να υπακούση εις την παρακέλευσιν ταύτην, και εβυθίσθη εις αντιφατικούς διαλογισμούς.
Τη φωνή της δε θα την ξεχάσω στη ζωή μου. Η φωνή της! Άκουσες άγγελο να λαλή και με μια λέξη ναπαντήση· «Ναι! ναι! το είδα, το ξέρω· μη γυρέβης άλλο να σου πω.» Πάει να φύγη και σκουντάφτει το μικρό της το ποδαράκι· κοντέβει να πέση, τη βαστώ. Με καίει ακόμη το πετσί της. — Λέλα, δεν έπαθες τίποτις; Λέλα μου, πες το. — Όχι! όχι! Είναι αργά. — Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Λέλα, ύπνο καλό. Κοιμήσου καλά.
Αφού επί πολύ εθεώρησε χαιρεκάκως την τρέμουσαν Αϊμάν, ήρχισε να τη λέγη: «Εδώ είσαι, Γυφτοπούλεζα; Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; Καλά είσαι εδώ, καλά σ' έχω. Κοιμάσαι; Κοιμήσου, που να μη ξυπνήσης!» Η Αϊμά εν τούτοις εξύπνησε τεταραγμένη, και όλη ασπαίρουσα.
Τοσούτος με κατέλαβε φόβος ότι θα με παραδώσωσιν εις τους Τούρκους, ώστε συνέλαβα σχεδόν την απόφασιν ν' αφήσω εκεί τα βαρέλια μου και, παραιτούμενος του σκοπού όστις μ' έφερεν εις Χίον, να καταβώ διά νυκτός εις τον όρμον, όπου ήλπιζα να εύρω το τρεχαντήριον και να φύγω. Αλλ' ο Παντελής με καθησύχασε. ― θα τα διορθώσωμεν, έλεγε. Κοιμήσου απόψε και αύριον βλέπομεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν