Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Καμμιά φωνή δεν τον καλονύχτισε τώρα. Κ' οι συντρόφισσές του, οι αχώριστες οι έγνοιες κ' οι λαχτάρες, τον αφήσανε κι' αυτές και φύγανε μακρυά. Τα κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας: — Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα... — Να τονε. Με τα σκυλιά πάλε θα τα βάλη! Να το δης: Είπε ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχροινός, δείχνοντας με το δάχτυλο κατά το μώλο και ρουφώντας τον ναργιλέ του.

Ύστερ' αναστέναξε. — «Θα φύγηςμου είπε. — «Θα φύγω την Κυριακή». — «Γιατί βιάζεσαι τόσο;» — «Έτσι λέω, ποιος ξέρει πάλιτης είπα. — «Καληνύχτα». Έφευγα και δεν μπορούσα να φύγω. Τα πόδια μου κολλήσανε στο χώμα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Πέρασαν δυο-τρεις ημέρες. Δεν την ξαναείδα. Ούτε στην πόρτα, ούτε στο παράθυρο. Ένα βράδυ, κατά το σούρπωμα, τη βλέπω στο παράθυρο.

Κι' όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τάστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το σταυρό του κι' αποχαιρετούσε τον φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο, καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθειάν αναπνοή κ' έχανε τον κόσμο. Τα κυματάκια τον νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα....»

Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου λέω . . . — Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο Θοδωρής. Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια μας. Σας έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . . και δεν μας καταδέχεσθε, . . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . . κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!

Εκεί θα ξενυχτίσω μου φαίνεται. Καληνύχτα σας. ΒΕΡΑ — Ο καϋμένος ο Αργύρης. Φαίνεται πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. ΦΛΕΡΗΣΚαλά, Αργύρη. Πήγαινε. Καληνύχτα. Δεν μου κολλάει ύπνος. Δεν ξέρω τι έπαθα απόψε. ΒΕΡΑΔεν υπάρχει θλιβερώτερο θέαμα από ένα μελαγχολικό γέρο. Δεν ξέρω γιατί. . . Μα είνε κάτι τι σπαρακτικό. Κυττάξτε πως πηγαίνει στο φεγγάρι.

Σηκώθηκε άξαφνα απάνω. — Καληνύχτα σας! Και τράβηξε κατά την πόρτα. — Πού πας; Παλάβωσες, γέρο; — Πού πάω; Στο σπίτι μου. Πού θες να πάω; — Βρε πέσε, γέρο, ψοφολόγα. — Καληνύχτα σας, είπα! — Ώρα σου καλή. Να μη γυρίσης μονάχα και χτυπάς την πόρτα. Ακούς; — Καληνύχτα, καληνύχτα! Βγήκε στο δρόμο. Ο Σπανός αμπάρωσε την πόρτα, μουρμουρίζοντας. Πού πάει τέτοια ώρα ο θεοσκοτωμένος!

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δεν έχω κανέναν άλλο να μεταχειρισθώ γι' αυτή τη δουλειά παρά μόνο το γέρο τοκογλύφο, τον καραγκιόζη. Αυτό δε θα μου κοστίση παρά λίγα γλυκά λογάκια και είμαι πρόθυμη να τα ξοδέψω για χάρι σας. Απόψε είναι πολύ αργά· αύριο όμως πρωί πρωί θα τον στείλω να ζητήση τον Κλεάνθη και θα είνε κατενθουσιασμένος να . . . ΜΠΕΛΙΝΑ ΤΟΥΑΝέττα! Καληνύχτα. Έχετε πεποίθησι σε μένα. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Τι ζητώ;

Έσκυψε και τη φίλησε κρυφά στο σκοτάδι, ντροπαλός σα κορίτσι. — Καληνύχτα! είπε η Ουρανίτσα ξερά-ξερά. Ήθελε να του πη κατευόδιο, καλή αντάμωσι, χίλια λόγια ήθελε να του πη. — Καληνύχτα! ξαναείπε. Στάθηκε και τον κύτταξε ως που έστρηψε το σοκάκι. Τα βαρειά του υποδήματα κτυπούσαν απάνω στα καλντερίμια. Σε λίγο δεν άκουγε τίποτε, μα στεκότανε ακόμα φέγγοντας με το λυχνάρι στον έρημο δρόμο.

Είνε να μη γελάσω; Κάλλια που γελάω εγώ, πάρα να γελάνε οι ξένοι. Καληνύχτα. Έχω και λειτουργία το πρωί και παρακαθήσαμε με τις κουβέντες. Καληνύχτα, ξαδέρφισσα, κι' ο Θεός να σε φωτίση ναρθής στα λογικά σου. Σηκώθηκε βιαστικά ο παπάς, ξεδιάλυνε τα γένεια με τα δάχτυλά του και τράβηξε κατά την αντικρινή πόρτα. Η Ταρσίτσα έμεινε στον τόπο σαν νεκρωμένη. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει έτσι ο παπάς.

— Η Πούλια έγυρε να βασιλέψη, είπε σιγά-σιγά, κλείνοντας τα μάτια. Έγνοιες μου κοιμηθήτε, να ξυπνήσωμε πάλι την αυγή... — Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα. Όλη την ημέραανήμερα του Χριστού — η «Μαχώ», η βάρκα του Στρατή, σάλευε μοναχή της, δεμένη στον ξύλινο μώλο. Ο Στρατής το Στοιχειό δεν είχε φανή καθόλου στο γιαλό. Δεν ήτανε η μεγάλη σκόλη που τον κράτησε μακρυά απ' τη βάρκα του.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν