United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αναλαμβάνεις να στείλης είδησιν στο σπίτι μου διά να μη με γυρεύουν και ανησυχούν όλη νύκτα; Στείλε έναν, όποιον βρης, ή ένα παιδί, ή ένα πουλί. — Καλά. — Μην ξεχάσης. — Εγώ θα πάω πεζός και μοναχός μου. Εσύ έλα με τα άλογό σου και με την παρέα σου. — Θα πάρης και κουμπάνια; — Θα πάρω. — Σε περιμένω στον Άι-Λια. Εκεί θα σμίξουμε. — Καλά.

Μία ωραία γέφυρα ήτο επί του ποταμού. Εις την μέσην της γέφυρας ο μικρός Κλώσος εσταμάτησε και είπε δυνατά διά να τον ακούση ο καλόγηρος. — Τι να το κάμω το κιβώτιον αυτό; Είναι βαρύ ωσάν να ήτο γεμάτον από πέτρας. Θα κουρασθώ να το σύρω ακόμη. Θα το ρίψω εις τον ποταμόν. Αν το ρεύμα μου το φέρη, καλά. Αν βουλήση, υπομονή!

ΤΡΙΝΚ. Από την ώρα που σας άφησα αρτύσθηκα τόσο καλά, που την μύγα δεν την έχω χρεία. ΣΕΒΑΣΤ. Ε, Στέφανε! ΣΤΕΦΑΝ. Α! μη με 'γγίξης· δεν είμαι Στέφανος, μόνο πατόκορφα ένα μούδιασμα. ΠΡΟΣΠ. Ήθελες νάσαι βασιλέας του νησιού, κατέργαρε; ΣΤΕΦΑΝ. Θελάμουνα βέβαια ένας πικρός βασιλέας. ΠΡΟΣΠ. Στραβός είναι στα ήθη του καθώς εις τη μορφή του.

Και έδωκεν εις τον σύζυγόν της το εν τη παλάμη φυλασσόμενον αντίδωρον. — Αμ' εγώ ξέχασα κ' ήπια τσιμπούκι, Κρατήρα! Παρετήρησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος μετά θλίψεως, ήτις εφαίνετο ζωηρά εις το πρόσωπόν του. — Τι να γείνη! επανέλαβεν. Ας είμεθα καλά του χρόνου! — Φέρε το 'δώ, διέκοψεν αποτόμως ο Κομποδήμος χασμώμενος, εγώ είμαι νηστικός!

Τι θα ειπή ; Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα· λέει ο λόγος. Πήρανε λοιπόν τα σύνεργα της δουλειάς και τις φαμίλιες τους κ' έστησαν έρριζα στον τοίχο του σπιτιού τις καλύβες τους, όταν ο Κουρδουκέφαλος έκαμε κατοχή το μετόχι. Ο Δημητράκης συγκινήθηκε σαν είδε την αφοσίωση τους και θέλησε να τους συμβουλέψη;

Το πιο περίεργο είναι που στη μελέτη μου, ο Ρωμιός ονομάζεται πάντα Γραικός . Ο Ρωμιός , σε κείνα τα χρόνια, δε χτυπούσε όμορφα σταφτί γράφοντας τα ρωμαίικα και μελετώντας την ψυχή της Ρωμιοσόνης, καταλάβαμε πως έχει κι αφτός τα καλά του και το μεγαλείο του.

Σε εννοώ, καλέ μου, και θα αποκριθώ εις αυτόν τι πράγμα είναι το ωραίον, και δεν υπάρχει φόβος να εντροπιασθώ. Δηλαδή, Σωκράτη μου, σε βεβαιώ, εάν πρόκειται να ειπούμεν την αλήθειαν, η ωραία παρθένος είναι ωραίον πράγμα. Σωκράτης. Καλά και ορθά, μα τον Κέρβερον, απήντησες, καλέ Ιππία.

Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου ωραιότητος, και την ηύρα πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες νοστιμάδες που είχε· της έπιασα το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα.

Δι' αυτό πρέπει να λάβωμεν εμπρός μας αυτούς τους ιδίους ωσάν ένα πρόβλημα και να τους εξετάσωμεν. Σωκράτης. Πολύ καλά το λέγεις.

Εστοχαζότανε, τι καλά να ήταν ένα από εκείνα τα βοσκήματα, ένα από εκείνα τα βουνά, να μην αισθάνεται . . . και πρώτη φορά του ήρθεν η ιδέα της ανυπαρξίας . . . Επήρε δρόμο πολύ εωσού απόστασε. Πού να πάγη! χωρίς να το καταλάβη, εγύρισε προς τη χώρα, όπου έφτασε πρι βασιλέψη ο ήλιος.