Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Μια στιγμή μόνο έμεινα διστακτικός, γιατί φοβήθηκα μη μαποπάρη η θεια το Δεσποινιό, όπως ήτο θυμωμένη με τη μάνα μου. Εκεί που δίσταζα, άκουσα βήχα και κατάλαβα πως η άρρωστη ήτον στην αυλή. Πραγματικώς όταν πλησίασα, διάκρινα στα σκοτεινά κάποιο που καθόταν κάτω από την πορτοκαλιά. Ήτον πολύ ζεστή η βραδιά κιη άρρωστη είχε βγη και καθίσει έξω.

Τι λύπη ! τι λύπη ! Κ' η ματιά του έπεσε και στο πρόσωπο της Λιόλιας, που μόλις μπήκε αυτός μέσα, σηκώθηκε απ’ την καρέκλα κοντά στο κρεββάτι που καθόταν κ' έραβε και τονέ χαιρέτησε μ' ένα βυσσινύ χαμόγελο, ρίχνοντας με το χέρι πίσω κάτι σγουρόμαλλα απ’ το μέτωπό της.

Καθόταν εκεί με τις ώρες ακίνητη στη σκιά ενός σκλήθρου, με τα πόδια γυμνά μέσα στο διαφανές, πρασινωπό νερό που χρύσιζε και ενώ με το ένα χέρι κρατούσε σταθερά πάνω στην άμμο μια μποτίλια, με το άλλο χάιδευε το κολιέ της.

Ένα βράδυ, τον Ιούλιο, η Νοέμι καθόταν στο συνηθισμένο μέρος στην αυλή και έραβε. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή και ο ουρανός, με ένα γκριζωπό γαλάζιο, έμοιαζε να είναι ακόμη σκεπασμένος από τη στάχτη μιας πυρκαγιάς της οποίας οι τελευταίες φλόγες έσβηναν στη δύση.

Καθόταν ήσυχα κ' υπομονετικά κ' η μαμά τον ξεχώρισε από μακριά, ενώ το βαπόρι σταματούσε δω και κει στις αποβάθρες. Καθότανε μικρός μικρός και μαζεμένος και το πράσινο καπελάκι του έλαμπε απάνω από το γαλανό νερό.

Ο ίδιος, ωστόσο, περνούσε τις μέρες του τριγυρνώντας στο χωριό ή καθόταν στον πέτρινο πάγκο μπροστά στο μαγαζί της αδελφής του Ρετόρου. Οι άνθρωποι έστριβαν τη γωνία μόλις τον έβλεπαν, τόσο πολύ φοβόνταν την κακογλωσσιά του.

Τώρα, εδώ και δυο μέρες ούτε που το αναφέρει.» «Αλλά εδώ και δυο μέρες δεν τον βλέπουμε σχεδόν καθόλου. Βρίσκεται πάντα με τον Πρέντου και την παρέα.» «Ας τον αφήσουμε να διασκεδάσει», είπε ο Έφις. Έξω από την πόρτα φαινόταν η Καλίνα που καθόταν ασυνήθιστα άπραγη στην πέτρα της και η Γκριζέντα με το μωρό στην αγκαλιά, χλωμή και θλιμμένη κοίταζε το μπαλκόνι του παπά.

Ο Έφις καθόταν σε μικρή απόσταση από αυτούς και τους κοίταζε σοβαρός. Τους αναγνώρισε, τους είχε ξαναδεί στο πανηγύρι του Ριμέντιο: ήταν δυο ζητιάνοι ντυμένοι κόσμια σαν αστοί, με τιρκουάζ παντελόνια και σακάκια βελουτέ.

Να, του φαινόταν ότι καθόταν ακόμη μπροστά στο καλύβι του και άκουγε το αηδόνι που τραγουδούσε εκεί κάτω, ανάμεσα στα σκλήθρα: ήταν λες η φωνή του ποταμού εκείνο το κύμα αρμονίας που ξεχύνονταν για να δροσίσει τη νύχτα, και ήταν τόσο μελωδικό και σπαραξικάρδιο που και τα πνεύματα της νύχτας ακόμη μαζεύτηκαν στο φρύδι του λόφου και ξεπρόβαλαν ακίνητα για να το ακούσουν.

Της Νοέμι δεν της άρεσε ούτε το ένα ούτε το άλλο, και όμως, την ώρα που καθόταν στη ζεστή σκιά του σπιτιού, εκείνο το μακρόσυρτο, φωτεινό απομεσήμερο, παρακολουθούσε με τη σκέψη νοσταλγικά το ταξίδι των αδερφάδων της.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν