Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
'Σ αυτήν να επιστρέψω; Να 'μου ειπής καλλίτερα ο σκλάβος και το κτήνος αυτού εδώ του δούλου της του μισητού να γίνω! ΓΟΝΕΡ. Κάμ' όπως θέλεις. ΛΗΡ Κόρη μου, μη με αποτρελλαίνεις. Εγώ, παιδί μου, πείραξιν δεν θέλω να σου δώσω! Ώρα καλή! Άλλην φοράν δεν θα ανταμωθούμεν ούτε ποτέ θα ξαναδεί ο ένας μας τον άλλον.
Και μ' αυτόν το λόγο εβάλθη Το μικρό του το κορμί, Μάκρου πλάτου να φουσκόνη Μ' όση μπόρεγεν ορμή. Άλλος Μπάκακας κοντά του 785 Γνώριμός του τον ρωτάει, Με το φούσκομα που κάνει Τι σκοπόν αυτός βαστάει· Θέλω λέγει να χοντρύνω, Σαν το Βόιδι να γενώ· 790 Κύτταξέ με, ως πόσο λείπει, Ίσια ίσια να φανώ;
Η Παυλίνα σήκωσε τα μάτια της, δακρυσμένα, και τον κύτταξε γλυκά. — Θέλω ένα διαμάντι πιο μεγάλο από το μεγαλύτερο διαμάντι που φορεί στο διάδημά της η βασίλισσα. Ο Παύλος αναστέναξε. Όμοιο διαμάντι δε βρισκότανε σ' όλο τον κόσμο. — Πες μου, αγάπη μου, πού βρίσκεται, να σχίσω βουνά και θάλασσες να πάω να στο φέρω. Η Παυλίνα τον κύτταξε πιο γλυκά ακόμα. — Αν μ' αγαπάς θα πας να μου το βρης.
Βέβαια θα ήτο γελοίον εκ μέρους μου να θέλω εγώ να σου δώσω συμβουλάς, μ' όλα ταύτα θα σου διηγηθώ εκείνα που ήκουσα.
Είν' αμαρτία να σε βγάνω απού τη βουλή κεινής που σε γέννησε κέχω να δώσω λόγο εκειά που θα πάω. Φοβούμαι περισσότερο για σένα· γιατί καταλαβαίνω πως η γιαρρωστιά μου 'νε κολλητική. Κια σαφήνω νάρχεσαι κοντά μου, είνε σα να θέλω το κακό σου. Πρέπει να μαποφεύγουνε και να με φοβούνται όλοι, ακόμη κη μάνα που μεγέννησε, και ναποθάνω έρημη. — Εγώ δε φοβούμαι, Βαγγελιό, της είπα.
Είπε, μα δεν της έκρινε ο συγνεφοσυνάχτης, Μον ώρα κάθουνταν πολλή δίχως να βγάζει λέξη. Κι' η Θέτη καθώς τούπιασε το γόνα, το βαστούσε πάντα σφιχτά, και ξαναρχής δεφτέρωσε το λόγο «Πες πια το ναι έτσι αληθινά και τάξ' το μου, ή κι' αρνήσου — και τι σε μέλει αν αρνηθείς; — να μάθω θέλω εμένα 515 πόσο πιο λίγο απ' τους λοιπούς θεούς με λογαριάζεις.»
Κάτι πρέπει νάκουσε σα μιλούσα μόνος μου, είπα. Έκαμνα τον ανήξερο ως τόσο. Ήρθε κοντά μου, κι ακκούμπησε στο κάγκελλο. — Όλοι κοιμούνται, μου λέει σιγά σιγά. Εγώ δε νύσταζα, και δεν πλάγιασα. Ανέβηκα να δω τι κάνεις. Ελπίζω να μη σε κακοκάρδισε ο πατέρας. Τον ξέρεις, και μην τονε συνοριστής. Να σου πω γιατί ήρθα. Θέλω μια χάρη. Θέλω να μου το γράψης αυτό το τραγούδι που άρχισες κάτω.
Σ' εμένα πρέπει μια θηλειά και βούνευρον και κνούτον θέλω να φύγω απ' εδώ, από τον κόσμον τούτον, κι' εις αστρογείτονα βουνά μονάχος να πετώ, 'στάς Άλπεις, 'στά Ουράλια, και 'στόν Λυκαβητό.
Η βασίλισσα αφού και ήκουσεν αυτήν την ομιλίαν και εγνώρισε, πως αυτός που της ωμίλησεν ήτον ο Αράπης ο κλέπτης, εις του οποίου το σπήτι είχε οικονεύσει, και ότι ο παραλυτικός ήτον ο σκλάβος του ο Αράπης, που την εσυκοφάντησε του είπε με τούτον τον τρόπον. Εκατάλαβα καταλεπτώς την υπόθεσίν σου όμως δεν είμαι πληροφορημένη δι αυτήν την ομολογίαν, και αύριον θέλω την εξετάξει καλύτερον.
Όχι, ω εύμορφη Κατηγέ είπεν ο γέρων, εγώ δεν θέλω ποτέ σε βιάσει, σου το τάσσω με τον όρκον μου, και εις κανένα πράγμα δε θέλω σου αντισταθή, που να μην είνε της ορέξεώς σου και θέλεις είσαι νοκοκυρά εις ό,τι έχω, και το περισσότερον οπόταν σε ιδώ πως η θεωρία μου σε ενοχλεί σου τάσσω πως να ξεμακρύνω από λόγου σου διά να μην έχεις αιτίαν να παραπονεθής απ' εμένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν